ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΑΙ
show through
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαφαίνομαι διαφαινόμαστε
διαφαίνεσαι διαφαίνεστε, διαφαινόσαστε
διαφαίνεται διαφαίνονται
Imper
fect
διαφαινόμουν(α) διαφαινόμαστε, διαφαινόμασταν
διαφαινόσουν(α) διαφαινόσαστε, διαφαινόσασταν
διαφαινόταν(ε) διαφαίνονταν, διαφαινόντανε, διαφαινόντουσαν
Aorist διαφάνηκα διαφανήκαμε
διαφάνηκες διαφανήκατε
διαφάνηκε διαφάνηκαν, διαφανήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαφανεί έχουμε διαφανεί
έχεις διαφανεί έχετε διαφανεί
έχει διαφανεί έχουν διαφανεί
Plu
per
fect
είχα διαφανεί είχαμε διαφανεί
είχες διαφανεί είχατε διαφανεί
είχε διαφανεί είχαν διαφανεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαφαίνομαι θα διαφαινόμαστε
θα διαφαίνεσαι θα διαφαίνεστε, θα διαφαινόσαστε
θα διαφαίνεται θα διαφαίνονται
Simp
Fut
θα διαφανώ θα διαφανούμε
θα διαφανείς θα διαφανείτε
θα διαφανεί θα διαφανούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαφανεί θα έχουμε διαφανεί
θα έχεις διαφανεί θα έχετε διαφάνει
θα έχει διαφανεί θα έχουν διαφανεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαφαίνομαι να διαφαινόμαστε
να διαφαίνεσαι να διαφαίνεστε, να διαφαινόσαστε
να διαφαίνεται να διαφαίνονται
Aorist να διαφανώ να διαφανούμε
να διαφανείς να διαφανείτε
να διαφανεί να διαφανούν(ε)
Perf να έχω διαφανεί να έχουμε διαφανεί
να έχεις διαφανεί να έχετε διαφανεί
να έχει διαφανεί να έχουν διαφανεί
Imper
ative
Pres διαφαίνεστε
Aorist διαφανού διαφανείτε
Part
iciple
Pres διαφανόμενος
Perf
Infin Aorist διαφανεί