ΔΑΝΕΙΖΩ
I lend
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δανείζω δανείζουμε, δανείζομε δανείζομαι δανειζόμαστε
δανείζεις δανείζετε δανείζεσαι δανείζεστε, δανειζόσαστε
δανείζει δανείζουν(ε) δανείζεται δανείζονται
Imper
fect
δάνειζα δανείζαμε δανειζόμουν(α) δανειζόμαστε, δανειζόμασταν
δάνειζες δανείζατε δανειζόσουν(α) δανειζόσαστε, δανειζόσασταν
δάνειζε δάνειζαν, δανείζαν(ε) δανειζόταν(ε) δανείζονταν, δανειζόντανε, δανειζόντουσαν
Aorist δάνεισα δανείσαμε δανείστηκα δανειστήκαμε
δάνεισες δανείσατε δανείστηκες δανειστήκατε
δάνεισε δάνεισαν, δανείσαν(ε) δανείστηκε δανείστηκαν, δανειστήκαν(ε)
Per
fect
έχω δανείσει
έχω δανεισμένο
έχουμε δανείσει
έχουμε δανεισμένο
έχω δανειστεί
είμαι δανεισμένος, -η
έχουμε δανειστεί
είμαστε δανεισμένοι, -ες
έχεις δανείσει
έχεις δανεισμένο
έχετε δανείσει
έχετε δανεισμένο
έχεις δανειστεί
είσαι δανεισμένος, -η
έχετε δανειστεί
είστε δανεισμένοι, -ες
έχει δανείσει
έχει δανεισμένο
έχουν δανείσει
έχουν δανεισμένο
έχει δανειστεί
είναι δανεισμένος, -η, -ο
έχουν δανειστεί
είναι δανεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα δανείσει
είχα δανεισμένο
είχαμε δανείσει
είχαμε δανεισμένο
είχα δανειστεί
ήμουν δανεισμένος, -η
είχαμε δανειστεί
ήμαστε δανεισμένοι, -ες
είχες δανείσει
είχες δανεισμένο
είχατε δανείσει
είχατε δανεισμένο
είχες δανειστεί
ήσουν δανεισμένος, -η
είχατε δανειστεί
ήσαστε δανεισμένοι, -ες
είχε δανείσει
είχε δανεισμένο
είχαν δανείσει
είχαν δανεισμένο
είχε δανειστεί
ήταν δανεισμένος, -η, -ο
είχαν δανειστεί
ήταν δανεισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δανείζω θα δανείζουμε, θα δανείζομε θα δανείζομαι θα δανειζόμαστε
θα δανείζεις θα δανείζετε θα δανείζεσαι θα δανείζεστε, θα δανειζόσαστε
θα δανείζει θα δανείζουν(ε) θα δανείζεται θα δανείζονται
Simp
Fut
θα δανείσω θα δανείσουμε, θα δανείζομε θα δανειστώ θα δανειστούμε
θα δανείσεις θα δανείσετε θα δανειστείς θα δανειστείτε
θα δανείσει θα δανείσουν(ε) θα δανειστεί θα δανειστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δανείσει
θα έχω δανεισμένο
θα έχουμε δανείσει
θα έχουμε δανεισμένο
θα έχω δανειστεί
θα είμαι δανεισμένος, -η
θα έχουμε δανειστεί
θα είμαστε δανεισμένοι, -ες
θα έχεις δανείσει
θα έχεις δανεισμένο
θα έχετε δανείσει
θα έχετε δανεισμένο
θα έχεις δανειστεί
θα είσαι δανεισμένος, -η
θα έχετε δανειστεί
θα είστε δανεισμένοι, -ες
θα έχει δανείσει
θα έχει δανεισμένο
θα έχουν δανείσει
θα έχουν δανεισμένο
θα έχει δανειστεί
θα είναι δανεισμένος, -η, -ο
θα έχουν δανειστεί
θα είναι δανεισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δανείζω να δανείζουμε, να δανείζομε να δανείζομαι να δανειζόμαστε
να δανείζεις να δανείζετε να δανείζεσαι να δανείζεστε, να δανειζόσαστε
να δανείζει να δανείζουν(ε) να δανείζεται να δανείζονται
Aorist να δανείσω να δανείσουμε, να δανείσομε να δανειστώ να δανειστούμε
να δανείσεις να δανείσετε να δανειστείς να δανειστείτε
να δανείσει να δανείσουν(ε) να δανειστεί να δανειστούν(ε)
Perf να έχω δανείσει
να έχω δανεισμένο
να έχουμε δανείσει
να έχουμε δανεισμένο
να έχω δανειστεί
να είμαι δανεισμένος, -η
να έχουμε δανειστεί
να είμαστε δανεισμένοι, -ες
να έχεις δανείσει
να έχεις δανεισμένο
να έχετε δανείσει
να έχετε δανεισμένο
να έχεις δανειστεί
να είσαι δανεισμένος, -η
να έχετε δανειστεί
να είστε δανεισμένοι, -ες
να έχει δανείσει
να έχει δανεισμένο
να έχουν δανείσει
να έχουν δανεισμένο
να έχει δανειστεί
να είναι δανεισμένος, -η, -ο
να έχουν δανειστεί
να είναι δανεισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δάνειζε δανείζετε δανείζεστε
Aorist δάνεισε δανείστε δανείσου δανειστείτε
Part
iciple
Pres δανείζοντας δανειζόμενος
Perf έχοντας δανείσει, έχοντας δανεισμένο δανεισμένος, -η, -ο δανεισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δανείσει δανειστεί