ΒΑΡΙΕΜΑΙ
I am bored
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βαριέμαι βαριόμαστε
βαριέσαι βαριέστε, βαριόσαστε
βαριέται βαριούνται, βαριόνται
Imper
fect
βαριόμουν(α) βαριόμαστε, βαριόμασταν
βαριόσουν(α) βαριόσαστε, βαριόσασταν
βαριόταν(ε) βαριόνταν(ε), βαριούνταν, βαριόντουσαν
Aorist βαρέθηκα βαρεθήκαμε
βαρέθηκες βαρεθήκατε
βαρέθηκε βαρέθηκαν, βαρεθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω βαρεθεί έχουμε βαρεθεί
έχεις βαρεθεί έχετε βαρεθεί
έχει βαρεθεί έχουν βαρεθεί
Plu
perf
ect
είχα βαρεθεί είχαμε βαρεθεί
είχες βαρεθεί είχατε βαρεθεί
είχε βαρεθεί είχαν βαρεθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα βαριέμαι θα βαριόμαστε
θα βαριέσαι θα βαριέστε, θα βαριόσαστε
θα βαριέται θα βαριούνται, θα βαριόνται
Simp
Fut
θα βαρεθώ θα βαρεθούμε
θα βαρεθείς θα βαρεθείτε
θα βαρεθεί θα βαρεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βαρεθεί θα έχουμε βαρεθεί
θα έχεις βαρεθεί θα έχετε βαρεθεί
θα έχει βαρεθεί θα έχουν βαρεθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βαριέμαι να βαριόμαστε
να βαριέσαι να βαριέστε, να βαριόσαστε
να βαριέται να βαριούνται, να βαριόνται
Aorist να βαρεθώ να βαρεθούμε
να βαρεθείς να βαρεθείτε
να βαρεθεί να βαρεθούν(ε)
Perf να έχω βαρεθεί να έχουμε βαρεθεί
να έχεις βαρεθεί να έχετε βαρεθεί
να έχει βαρεθεί να έχουν βαρεθεί
Imper
ative
Pres βαριέστε
Aorist βαρέσου βαρεθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist βαρεθεί