ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ I reveal |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αποκαλύπτω | αποκαλύπτουμε, αποκαλύπτομε | αποκαλύπτομαι | αποκαλυπτόμαστε |
αποκαλύπτεις | αποκαλύπτετε | αποκαλύπτεσαι | αποκαλύπτεστε, αποκαλυπτόσαστε | ||
αποκαλύπτει | αποκαλύπτουν(ε) | αποκαλύπτεται | αποκαλύπτονται | ||
Imper fect |
αποκάλυπτα | αποκαλύπταμε | αποκαλυπτόμουν(α) | αποκαλυπτόμαστε, αποκαλυπτόμασταν | |
αποκάλυπτες | αποκαλύπτατε | αποκαλυπτόσουν(α) | αποκαλυπτόσαστε | ||
αποκάλυπτε | αποκάλυπταν, αποκαλύπταν(ε) | αποκαλυπτόταν(ε) | αποκαλύπτονταν | ||
Aorist | αποκάλυψα | αποκαλύψαμε | αποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκα | αποκαλυφθήκαμε, αποκαλυφτήκαμε | |
αποκάλυψες | αποκαλύψατε | αποκαλύφθηκες, αποκαλύφτηκες | αποκαλυφθήκατε, αποκαλυφτήκατε | ||
αποκάλυψε | αποκάλυψαν, αποκαλύψαν(ε) | αποκαλύφθηκε, αποκαλύφτηκε | αποκαλύφθηκαν, αποκαλυφθήκαν(ε), αποκαλύφτηκαν, αποκαλυφτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αποκαλύψει | έχουμε αποκαλύψει | έχω αποκαλυφθεί έχω αποκαλυφτεί |
έχουμε αποκαλυφθεί έχουμε αποκαλυφτεί |
|
έχεις αποκαλύψει | έχετε αποκαλύψει | έχεις αποκαλυφθεί έχεις αποκαλυφτεί |
έχετε αποκαλυφθεί έχετε αποκαλυφτεί |
||
έχει αποκαλύψει | έχουν αποκαλύψει | έχει αποκαλυφθεί έχει αποκαλυφτεί |
έχουν αποκαλυφθεί έχουν αποκαλυφτεί |
||
Plu per fect |
είχα αποκαλύψει | είχαμε αποκαλύψει | είχα αποκαλυφθεί είχα αποκαλυφτεί |
είχαμε αποκαλυφθεί είχαμε αποκαλυφτεί |
|
είχες αποκαλύψει | είχατε αποκαλύψει | είχες αποκαλυφθεί είχες αποκαλυφτεί |
είχατε αποκαλυφθεί είχατε αποκαλυφτεί |
||
είχε αποκαλύψει | είχαν αποκαλύψει | είχε αποκαλυφθεί είχε αποκαλυφτεί |
είχαν αποκαλυφθεί είχαν αποκαλυφτεί |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αποκαλύπτω | θα αποκαλύπτουμε, |
θα αποκαλύπτομαι | θα αποκαλυπτόμαστε | |
θα αποκαλύπτεις | θα αποκαλύπτετε | θα αποκαλύπτεσαι | θα αποκαλύπτεστε, |
||
θα αποκαλύπτει | θα αποκαλύπτουν(ε) | θα αποκαλύπτεται | θα αποκαλύπτονται | ||
Simp Fut |
θα αποκαλύψω | θα αποκαλύψουμε, |
θα αποκαλυφθώ, |
θα αποκαλυφθούμε, |
|
θα αποκαλύψεις | θα αποκαλύψετε | θα αποκαλυφθείς, |
θα αποκαλυφθείτε, |
||
θα αποκαλύψει | θα αποκαλύψουν(ε) | θα αποκαλυφθεί, |
θα αποκαλυφθούν(ε), |
||
Fut Perf |
θα έχω αποκαλύψει | θα έχουμε αποκαλύψει | θα έχω αποκαλυφθεί θα έχω αποκαλυφτεί |
θα έχουμε αποκαλυφθεί θα έχουμε αποκαλυφτεί |
|
θα έχεις αποκαλύψει | θα έχετε αποκαλύψει | θα έχεις αποκαλυφθεί θα έχεις αποκαλυφτεί |
θα έχετε αποκαλυφθεί θα έχετε αποκαλυφτεί |
||
θα έχει αποκαλύψει | θα έχουν αποκαλύψει | θα έχει αποκαλυφθεί θα έχει αποκαλυφτεί |
θα έχουν αποκαλυφθεί θα έχουν αποκαλυφτεί |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αποκαλύπτω | να αποκαλύπτουμε, |
να αποκαλύπτομαι | να αποκαλυπτόμαστε |
να αποκαλύπτεις | να αποκαλύπτετε | να αποκαλύπτεσαι | να αποκαλύπτεστε, |
||
να αποκαλύπτει | να αποκαλύπτουν(ε) | να αποκαλύπτεται | να αποκαλύπτονται | ||
Aorist | να αποκαλύψω | να αποκαλύψουμε, |
να αποκαλυφθώ, |
να αποκαλυφθούμε, |
|
να αποκαλύψεις | να αποκαλύψετε | να αποκαλυφθείς, |
να αποκαλυφθείτε, |
||
να αποκαλύψει | να αποκαλύψουν(ε) | να αποκαλυφθεί, |
να αποκαλυφθούν(ε), |
||
Perf | να έχω αποκαλύψει | να έχουμε αποκαλύψει | να έχω αποκαλυφθεί να έχω αποκαλυφτεί |
να έχουμε αποκαλυφθεί να έχουμε αποκαλυφτεί |
|
να έχεις αποκαλύψει | να έχετε αποκαλύψει | να έχεις αποκαλυφθεί να έχεις αποκαλυφτεί |
να έχετε αποκαλυφθεί να έχετε αποκαλυφτεί |
||
να έχει αποκαλύψει | να έχουν αποκαλύψει | να έχει αποκαλυφθεί να έχει αποκαλυφτεί |
να έχουν αποκαλυφθεί να έχουν αποκαλυφτεί |
||
Imper ative |
Pres | αποκάλυπτε | αποκαλύπτετε | αποκαλύπτεστε | |
Aorist | αποκαλύψε | αποκαλύψετε, αποκαλύψτε | αποκαλύψου | αποκαλυφθείτε, αποκαλυφτείτε | |
Part iciple |
Pres | αποκαλύπτοντας | αποκαλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας αποκαλύψει | ||||
Infin | Aorist | αποκαλύψει | αποκαλυφθεί, αποκαλυπτεί |