ΑΠΑΝΤΩ I answer |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απαντάω, απαντώ |
απαντάμε, απαντούμε |
απαντιέμαι, απαντώμαι |
απαντιόμαστε, απαντόμαστε, απαντώμεθα |
απαντάς |
απαντάτε |
απαντιέσαι, απαντάσαι |
απαντιέστε, απαντιόσαστε, απαντάστε, απαντάσθε |
απαντάει, απαντά |
απαντάν(ε), απαντούν(ε) |
απαντιέται, απαντάται |
απαντιούνται, απαντιόνται, απαντώνται |
Imper fect |
απαντούσα, απάνταγα |
απαντούσαμε, απαντάγαμε |
απαντιόμουν(α) |
απαντιόμαστε, απαντιόμασταν |
απαντούσες, απάνταγες |
απαντούσατε, απαντάγατε |
απαντιόσουν(α) |
απαντιόσαστε, απαντιόσασταν |
απαντούσε, απάνταγε |
απαντούσαν(ε), απάνταγαν, απαντάγανε |
απαντιόταν(ε) |
απαντιόνταν(ε), απαντιούνταν, απαντιόντουσαν |
Aorist |
απάντησα |
απαντήσαμε |
απαντήθηκα |
απαντηθήκαμε |
απάντησες |
απαντήσατε |
απαντήθηκες |
απαντηθήκατε |
απάντησε |
απάντησαν, απαντήσαν(ε) |
απαντήθηκε |
απαντήθηκαν, απαντηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω απαντήσει
έχω απαντημένο |
έχουμε απαντήσει
έχουμε απαντημένο |
έχω απαντηθεί
είμαι απαντημένος, -η |
έχουμε απαντηθεί
είμαστε απαντημένοι, -ες |
έχεις απαντήσει
έχεις απαντημένο |
έχετε απαντήσει
έχετε απαντημένο |
έχεις απαντηθεί
είσαι απαντημένος, -η |
έχετε απαντηθεί
είστε απαντημένοι, -ες |
έχει απαντήσει
έχει απαντημένο |
έχουν απαντήσει
έχουν απαντημένο |
έχει απαντηθεί
είναι απαντημένος, -η, -ο |
έχουν απαντηθεί
είναι απαντημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα απαντήσει
είχα απαντημένο |
είχαμε απαντήσει
είχαμε απαντημένο |
είχα απαντηθεί
ήμουν απαντημένος, -η |
είχαμε απαντηθεί
ήμαστε απαντημένοι, -ες |
είχες απαντήσει
είχες απαντημένο |
είχατε απαντήσει
είχατε απαντημένο |
είχες απαντηθεί
ήσουν απαντημένος, -η |
είχατε απαντηθεί
ήσαστε απαντημένοι, -ες |
είχε απαντήσει
είχε απαντημένο |
είχαν απαντήσει
είχαν απαντημένο |
είχε απαντηθεί
ήταν απαντημένος, -η, -ο |
είχαν απαντηθεί
ήταν απαντημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα απαντάω, θα απαντώ |
θα απαντάμε, θα απαντούμε |
θα απαντιέμαι, θα απαντώμαι |
θα απαντιόμαστε, θα απαντόμαστε, θα απαντώμεθα |
θα απαντάς |
θα απαντάτε |
θα απαντιέσαι, θα απαντάσαι |
θα απαντιέστε, θα απαντιόσαστε, θα απαντάστε, θα απαντάσθε |
θα απαντάει, θα απαντά |
θα απαντάν(ε), θα απαντούν(ε) |
θα απαντιέται, θα απαντάται |
θα απαντιούνται, θα απαντιόνται, θα απαντώνται |
Simp Fut |
θα απαντήσω |
θα απαντήσουμε, θα απαντήσομε |
θα απαντηθώ |
θα απαντηθούμε |
θα απαντήσεις |
θα απαντήσετε |
θα απαντηθείς |
θα απαντηθείτε |
θα απαντήσει |
θα απαντήσουν(ε) |
θα απαντηθεί |
θα απαντηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω απαντήσει
θα έχω απαντημένο |
θα έχουμε απαντήσει
θα έχουμε απαντημένο |
θα έχω απαντηθεί
θα είμαι απαντημένος, -η |
θα έχουμε απαντηθεί
θα είμαστε απαντημένοι, -ες |
θα έχεις απαντήσει
θα έχεις απαντημένο |
θα έχετε απαντήσει
θα έχετε απαντημένο |
θα έχεις απαντηθεί
θα είσαι απαντημένος, -η |
θα έχετε απαντηθεί
θα είστε απαντημένοι, -ες |
θα έχει απαντήσει
θα έχει απαντημένο |
θα έχουν απαντήσει
θα έχουν απαντημένο |
θα έχει απαντηθεί
θα είναι απαντημένος, -η, -ο |
θα έχουν απαντηθεί
θα είναι απαντημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απαντάω, να απαντώ |
να απαντάμε, να απαντούμε |
να απαντιέμαι, να απαντώμαι |
να απαντιόμαστε, να απαντόμαστε, να απαντώμεθα |
να απαντάς |
να απαντάτε |
να απαντιέσαι, να απαντάσαι |
να απαντιέστε, να απαντιόσαστε, να απαντάστε, να απαντάσθε |
να απαντάει, να απαντά |
να απαντάν(ε), να απαντούν(ε) |
να απαντιέται, να απαντάται |
να απαντιούνται, να απαντιόνται, να απαντώνται |
Aorist |
να απαντήσω |
να απαντήσουμε, να απαντήσομε |
να απαντηθώ |
να απαντηθούμε |
να απαντήσεις |
να απαντήσετε |
να απαντηθείς |
να απαντηθείτε |
να απαντήσει |
να απαντήσουν(ε) |
να απαντηθεί |
να απαντηθούν(ε) |
Perf |
να έχω απαντήσει
να έχω απαντημένο |
να έχουμε απαντήσει
να έχουμε απαντημένο |
να έχω απαντηθεί
να είμαι απαντημένος, -η |
να έχουμε απαντηθεί
να είμαστε απαντημένοι, -ες |
να έχεις απαντήσει
να έχεις απαντημένο |
να έχετε απαντήσει
να έχετε απαντημένο |
να έχεις απαντηθεί
να είσαι απαντημένος, -η |
να έχετε απαντηθεί
να είστε απαντημένοι, -η |
να έχει απαντήσει
να έχει απαντημένο |
να έχουν απαντήσει
να έχουν απαντημένο |
να έχει απαντηθεί
να είναι απαντημένος, -η, -ο |
να έχουν απαντηθεί
να είναι απαντημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
απάντα, απάνταγε |
απαντάτε |
|
απαντιέστε, απαντάστε, απαντάσθε |
Aorist |
απάντησε, απάντα |
απαντήστε |
απαντήσου |
απαντηθείτε |
Part iciple |
Pres |
απαντώντας |
απαντώμενος |
Perf |
έχοντας απαντήσει, έχοντας απαντημένο |
απαντημένος, -η, -ο |
απαντημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
απαντήσει |
απαντηθεί |