| ΑΝΑΓΡΑΦΩ I inscribe  | 
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E  | 
Pres ent  | 
αναγράφω | αναγράφουμε, αναγράφομε | αναγράφομαι | αναγραφόμαστε | 
| αναγράφεις | αναγράφετε | αναγράφεσαι | αναγράφεστε, αναγραφόσαστε | ||
| αναγράφει | αναγράφουν(ε) | αναγράφεται | αναγράφονται | ||
| Imper fect  | 
ανέγραφα | αναγράφαμε | αναγραφόμουν(α) | αναγραφόμαστε, αναγραφόμασταν | |
| ανέγραφες | αναγράφατε | αναγραφόσουν(α) | αναγραφόσαστε, αναγραφόσασταν | ||
| ανέγραφε | ανέγραφαν, αναγράφαν(ε) | αναγραφόταν(ε) | αναγράφονταν, αναγραφόντανε, αναγραφόντουσαν | ||
| Aorist | ανέγραψα | αναγράψαμε | αναγράφτηκα, αναγράφηκα | αναγραφτήκαμε, αναγραφήκαμε | |
| ανέγραψες | αναγράψατε | αναγράφτηκες, αναγράφηκες | αναγραφτήκατε, αναγραφήκατε | ||
| ανέγραψε | ανέγραψαν, αναγράψαν(ε) | αναγράφτηκε, αναγράφηκε | αναγράφτηκαν, αναγραφτήκαν(ε), αναγράφηκαν, αναγραφήκαν(ε) | ||
| Per fect  | 
έχω αναγράψει έχω αναγραμμένο  | 
έχουμε αναγράψει έχουμε αναγραμμένο  | 
έχω αναγραφτεί έχω αναγραφεί είμαι αναγραμμένος, -η  | 
έχουμε αναγραφτεί έχουμε αναγραφεί είμαστε αναγραμμένοι, -ες  | 
|
| έχεις αναγράψει έχεις αναγραμμένο  | 
έχετε αναγράψει έχετε αναγραμμένο  | 
έχεις αναγραφτεί έχεις αναγραφεί είσαι αναγραμμένος, -η  | 
έχετε αναγραφτεί έχετε αναγραφεί είστε αναγραμμένοι, -ες  | 
||
| έχει αναγράψει έχει αναγραμμένο  | 
έχουν αναγράψει έχουν αναγραμμένο  | 
έχει αναγραφτεί έχει αναγραφεί είναι αναγραμμένος, -η, -ο  | 
έχουν αναγραφτεί έχουν αναγραφεί είναι αναγραμμένοι, -ες, -α  | 
||
| Plu per fect  | 
είχα αναγράψει είχα αναγραμμένο  | 
είχαμε αναγράψει είχαμε αναγραμμένο  | 
είχα αναγραφτεί είχα αναγραφεί ήμουν αναγραμμένος, -η  | 
είχαμε αναγραφτεί είχαμε αναγραφεί ήμαστε αναγραμμένοι, -ες  | 
|
| είχες αναγράψει είχες αναγραμμένο  | 
είχατε αναγράψει είχατε αναγραμμένο  | 
είχες αναγραφτεί είχες αναγραφεί ήσουν αναγραμμένος, -η  | 
είχατε αναγραφτεί είχατε αναγραφεί ήσαστε αναγραμμένοι, -ες  | 
||
| είχε αναγράψει είχε αναγραμμένο  | 
είχαν αναγράψει είχαν αναγραμμένο  | 
είχε αναγραφτεί είχε αναγραφεί ήταν αναγραμμένος, -η, -ο  | 
είχαν αναγραφτεί είχαν αναγραφεί ήταν αναγραμμένοι, -ες, -α  | 
||
| Fut ure Cont inuous  | 
θα αναγράφω | θα αναγράφουμε, θα αναγράφομε | θα αναγράφομαι | θα αναγραφόμαστε | |
| θα αναγράφεις | θα αναγράφετε | θα αναγράφεσαι | θα αναγράφεστε, θα αναγραφόσαστε | ||
| θα αναγράφει | θα αναγράφουν(ε) | θα αναγράφεται | θα αναγράφονται | ||
| Simp Fut  | 
θα αναγράψω | θα αναγράψουμε, θα αναγράψομε | θα αναγραφτώ, θα αναγραφώ | θα αναγραφτούμε, θα αναγραφούμε | |
| θα αναγράψεις | θα αναγράψετε | θα αναγραφτείς, θα αναγραφείς | θα αναγραφτείτε, θα αναγραφείτε | ||
| θα αναγράψει | θα αναγράψουν(ε) | θα αναγραφτεί, θα αναγραφεί | θα αναγραφτούν(ε), θα αναγραφούν(ε) | ||
| Fut Perf  | 
θα έχω αναγράψει θα έχω αναγραμμένο  | 
θα έχουμε αναγράψει θα έχουμε αναγραμμένο  | 
θα έχω αναγραφτεί θα έχω αναγραφεί θα είμαι αναγραμμένος, -η  | 
θα έχουμε αναγραφτεί θα έχουμε αναγραφεί θα είμαστε αναγραμμένοι, -ες  | 
|
| θα έχεις αναγράψει θα έχεις αναγραμμένο  | 
θα έχετε αναγράψει θα έχετε αναγραμμένο  | 
θα έχεις αναγραφτεί θα έχεις αναγραφεί θα είσαι αναγραμμένος, -η  | 
θα έχετε αναγραφτεί θα έχετε αναγραφεί θα είστε αναγραμμένοι, -ες  | 
||
| θα έχει αναγράψει θα έχει αναγραμμένο  | 
θα έχουν αναγράψει θα έχουν αναγραμμένο  | 
θα έχει αναγραφτεί θα έχει αναγραφεί θα είναι αναγραμμένος, -η, -ο  | 
θα έχουν αναγραφτεί θα έχουν αναγραφεί θα είναι αναγραμμένοι, -ες, -α  | 
||
| S U B J U N C T I V E  | 
Pres ent  | 
να αναγράφω | να αναγράφουμε, να αναγράφομε | να αναγράφομαι | να αναγραφόμαστε | 
| να αναγράφεις | να αναγράφετε | να αναγράφεσαι | να αναγράφεστε, να αναγραφόσαστε | ||
| να αναγράφει | να αναγράφουν(ε) | να αναγράφεται | να αναγράφονται | ||
| Aorist | να αναγράψω | να αναγράψουμε, να αναγράψομε | να αναγραφτώ, να αναγραφώ | να αναγραφτούμε, να αναγραφούμε | |
| να αναγράψεις | να αναγράψετε | να αναγραφτείς, να αναγραφείς | να αναγραφτείτε, να αναγραφείτε | ||
| να αναγράψει | να αναγράψουν(ε) | να αναγραφτεί, να αναγραφεί | να αναγραφτούν(ε), να αναγραφούν(ε) | ||
| Perf | να έχω αναγράψει να έχω αναγραμμένο  | 
να έχουμε αναγράψει να έχουμε αναγραμμένο  | 
να έχω αναγραφτεί να έχω αναγραφεί να είμαι αναγραμμένος, -η  | 
να έχουμε αναγραφτεί να έχουμε αναγραφεί να είμαστε αναγραμμένοι, -ες  | 
|
| να έχεις αναγράψει να έχεις αναγραμμένο  | 
να έχετε αναγράψει να έχετε αναγραμμένο  | 
να έχεις αναγραφτεί να έχεις αναγραφεί να είσαι αναγραμμένος, -η  | 
να έχετε αναγραφτεί να έχετε αναγραφεί να είστε αναγραμμένοι, -ες  | 
||
| να έχει αναγράψει να έχει αναγραμμένο  | 
να έχουν αναγράψει να έχουν αναγραμμένο  | 
να έχει αναγραφτεί να έχει αναγραφεί να είναι αναγραμμένος, -η, -ο  | 
να έχουν αναγραφτεί να έχουν αναγραφεί να είναι αναγραμμένοι, -ες, -α  | 
||
| Imper ative  | 
Pres | ανέγραφε | αναγράφετε | αναγράφεστε | |
| Aorist | ανέγραψε | αναγράψτε, αναγράφτε | αναγράψου | αναγραφτείτε, αναγραφείτε | |
| Part iciple  | 
Pres | αναγράφοντας | αναγραφόμενος | ||
| Perf | έχοντας αναγράψει, έχοντας αναγραμμένο | αναγραμμένος, -η, -ο | αναγραμμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αναγράψει | αναγραφτεί, αναγραφεί | ||