ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ I recognize |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναγνωρίζω | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζομαι | αναγνωριζόμαστε |
αναγνωρίζεις | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεσαι | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | ||
αναγνωρίζει | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίζεται | αναγνωρίζονται | ||
Imper fect |
αναγνώριζα | αναγνωρίζαμε | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν | |
αναγνώριζες | αναγνωρίζατε | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν | ||
αναγνώριζε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν | ||
Aorist | αναγνώρισα | αναγνωρίσαμε | αναγνωρίστηκα | αναγνωριστήκαμε | |
αναγνώρισες | αναγνωρίσατε | αναγνωρίστηκες | αναγνωριστήκατε | ||
αναγνώρισε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίστηκε | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αναγνωρίσει έχω αναγνωρισμένο |
έχουμε αναγνωρίσει έχουμε αναγνωρισμένο |
έχω αναγνωριστεί είμαι αναγνωρισμένος, -η |
έχουμε αναγνωριστεί είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες |
|
έχεις αναγνωρίσει έχεις αναγνωρισμένο |
έχετε αναγνωρίσει έχετε αναγνωρισμένο |
έχεις αναγνωριστεί είσαι αναγνωρισμένος, -η |
έχετε αναγνωριστεί είστε αναγνωρισμένοι, -ες |
||
έχει αναγνωρίσει έχει αναγνωρισμένο |
έχουν αναγνωρίσει έχουν αναγνωρισμένο |
έχει αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο |
έχουν αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αναγνωρίσει είχα αναγνωρισμένο |
είχαμε αναγνωρίσει είχαμε αναγνωρισμένο |
είχα αναγνωριστεί ήμουν αναγνωρισμένος, -η |
είχαμε αναγνωριστεί ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες |
|
είχες αναγνωρίσει είχες αναγνωρισμένο |
είχατε αναγνωρίσει είχατε αναγνωρισμένο |
είχες αναγνωριστεί ήσουν αναγνωρισμένος, -η |
είχατε αναγνωριστεί ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες |
||
είχε αναγνωρίσει είχε αναγνωρισμένο |
είχαν αναγνωρίσει είχαν αναγνωρισμένο |
είχε αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο |
είχαν αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αναγνωρίζω | θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωρίζομαι | θα αναγνωριζόμαστε | |
θα αναγνωρίζεις | θα αναγνωρίζετε | θα αναγνωρίζεσαι | θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε | ||
θα αναγνωρίζει | θα αναγνωρίζουν(ε) | θα αναγνωρίζεται | θα αναγνωρίζονται | ||
Simp Fut |
θα αναγνωρίσω | θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωριστώ | θα αναγνωριστούμε | |
θα αναγνωρίσεις | θα αναγνωρίσετε | θα αναγνωριστείς | θα αναγνωριστείτε | ||
θα αναγνωρίσει | θα αναγνωρίσουν(ε) | θα αναγνωριστεί | θα αναγνωριστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αναγνωρίσει θα έχω αναγνωρισμένο |
θα έχουμε αναγνωρίσει θα έχουμε αναγνωρισμένο |
θα έχω αναγνωριστεί θα είμαι αναγνωρισμένος, -η |
θα έχουμε αναγνωριστεί θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες |
|
θα έχεις αναγνωρίσει θα έχεις αναγνωρισμένο |
θα έχετε αναγνωρίσει θα έχετε αναγνωρισμένο |
θα έχεις αναγνωριστεί θα είσαι αναγνωρισμένος, -η |
θα έχετε αναγνωριστεί θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες |
||
θα έχει αναγνωρίσει θα έχει αναγνωρισμένο |
θα έχουν αναγνωρίσει θα έχουν αναγνωρισμένο |
θα έχει αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο |
θα έχουν αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναγνωρίζω | να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζομαι | να αναγνωριζόμαστε |
να αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζεσαι | να αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε | ||
να αναγνωρίζει | να αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζεται | να αναγνωρίζονται | ||
Aorist | να αναγνωρίσω | να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομε | να αναγνωριστώ | να αναγνωριστούμε | |
να αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσετε | να αναγνωριστείς | να αναγνωριστείτε | ||
να αναγνωρίσει | να αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωριστεί | να αναγνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγνωρίσει να έχω αναγνωρισμένο |
να έχουμε αναγνωρίσει να έχουμε αναγνωρισμένο |
να έχω αναγνωριστεί να είμαι αναγνωρισμένος, -η |
να έχουμε αναγνωριστεί να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες |
|
να έχεις αναγνωρίσει να έχεις αναγνωρισμένο |
να έχετε αναγνωρίσει να έχετε αναγνωρισμένο |
να έχεις αναγνωριστεί να είσαι αναγνωρισμένος, -η |
να έχετε αναγνωριστεί να είστε αναγνωρισμένοι, -ες |
||
να έχει αναγνωρίσει να έχει αναγνωρισμένο |
να έχουν αναγνωρίσει να έχουν αναγνωρισμένο |
να έχει αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο |
να έχουν αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | αναγνώριζε | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεστε | |
Aorist | αναγνώρισε | αναγνωρίστε | αναγνωρίσου | αναγνωριστείτε | |
Part iciple |
Pres | αναγνωρίζοντας | αναγνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένος, -η, -ο | αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί |