ΑΚΟΥΜΠΩ I lean |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ακουμπάω, ακουμπώ | ακουμπάμε, ακουμπούμε |
ακουμπάς | ακουμπάτε | ||
ακουμπάει, ακουμπά | ακουμπάν(ε), ακουμπούν(ε) | ||
Imper fect |
ακουμπούσα, ακούμπαγα | ακουμπούσαμε, ακουμπάγαμε | |
ακουμπούσες, ακούμπαγες | ακουμπούσατε, ακουμπάγατε | ||
ακουμπούσε, ακούμπαγε | ακουμπούσαν(ε), ακούμπαγαν, ακουμπάγανε | ||
Aorist | ακούμπησα | ακουμπήσαμε | |
ακούμπησες | ακουμπήσατε | ||
ακούμπησε | ακούμπησαν, ακουμπήσαν(ε) | ||
Perf ect |
έχω ακουμπήσει | έχουμε ακουμπήσει | |
έχεις ακουμπήσει | έχετε ακουμπήσει | ||
έχει ακουμπήσει | έχουν ακουμπήσει | ||
Plu perf ect |
είχα ακουμπήσει | είχαμε ακουμπήσει | |
είχες ακουμπήσει | είχατε ακουμπήσει | ||
είχε ακουμπήσει | είχαν ακουμπήσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ακουμπάω, θα ακουμπώ | θα ακουμπάμε, θα ακουμπούμε | |
θα ακουμπάς | θα ακουμπάτε | ||
θα ακουμπάει, θα ακουμπά | θα ακουμπάν(ε), θα ακουμπούν(ε) | ||
Simp Fut |
θα ακουμπήσω | θα ακουμπήσουμε, θα ακουμπήσομε | |
θα ακουμπήσεις | θα ακουμπήσετε | ||
θα ακουμπήσει | θα ακουμπήσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ακουμπήσει | θα έχουμε ακουμπήσει | |
θα έχεις ακουμπήσει | θα έχετε ακουμπήσει | ||
θα έχει ακουμπήσει | θα έχουν ακουμπήσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ακουμπάω, να ακουμπώ | να ακουμπάμε, να ακουμπούμε |
να ακουμπάς | να ακουμπάτε | ||
να ακουμπάει, να ακουμπά | να ακουμπάν(ε), να ακουμπούν(ε) | ||
Aorist | να ακουμπήσω | να ακουμπήσουμε, να ακουμπήσομε | |
να ακουμπήσεις | να ακουμπήσετε | ||
να ακουμπήσει | να ακουμπήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ακουμπήσει | να έχουμε ακουμπήσει | |
να έχεις ακουμπήσει | να έχετε ακουμπήσει | ||
να έχει ακουμπήσει | να έχουν ακουμπήσει | ||
Imper ative |
Pres | ακούμπα, ακούμπαγε | ακουμπάτε |
Aorist | ακούμπησε, ακούμπα | ακουμπήστε | |
Part iciple |
Pres | ακουμπώντας | |
Perf | ακουμπισμένος, -η, -ο | ακουμπισμένοι, -ες, -α | |
έχοντας ακουμπήσει | |||
Infin | Aorist | ακουμπήσει |