ΖΩ
I live
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ζω ζούμε
ζεις ζείτε
ζει ζούν(ε)
Imper
fect
ζούσα ζούσαμε
ζούσες ζούσατε
ζούσε ζούσαν(ε)
Aorist έζησα ζήσαμε
έζησες ζήσατε
έζησε έζησαν, ζήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ζήσει έχουμε ζήσει
έχεις ζήσει έχετε ζήσει
έχει ζήσει έχουν ζήσει
Plu
perf
ect
είχα ζήσει είχαμε ζήσει
είχες ζήσει είχατε ζήσει
είχε ζήσει είχαν ζήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ζω θα ζούμε
θα ζεις θα ζείτε
θα ζει θα ζούν(ε)
Simp
Fut
θα ζήσω θα ζήσουμε
θα ζήσεις θα ζήσετε
θα ζήσει θα ζήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ζήσει θα έχουμε ζήσει
θα έχεις ζήσει θα έχετε ζήσει
θα έχει ζήσει θα έχουν ζήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ζω να ζούμε
να ζεις να ζείτε
να ζει να ζούν(ε)
Aorist να ζήσω να ζήσουμε, να ζήσομε
να ζήσεις να ζήσετε
να ζήσει να ζήσουν(ε)
Perf να έχω ζήσει να έχουμε ζήσει
να έχεις ζήσει να έχετε ζήσει
να έχει ζήσει να έχουν ζήσει
Imper
ative
Pres ζείτε
Aorist ζήσε ζήστε, ζήσετε
Part
iciple
Pres ζώντας
Perf έχοντας ζήσει
Infin Aorist ζήσει