ΥΙΟΘΕΤΩ
I adopt
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
υιοθετώ υιοθετούμε υιοθετούμαι υιοθετούμαστε
υιοθετείς υιοθετείτε υιοθετείσαι υιοθετείστε
υιοθετεί υιοθετούν(ε) υιοθετείται υιοθετούνται
Imper
fect
υιοθετούσα υιοθετούσαμε υιοθετούμουν υιοθετούμαστε
υιοθετούσες υιοθετούσατε
υιοθετούσε υιοθετούσαν(ε) υιοθετούνταν, υιοθετείτο υιοθετούνταν, υιοθετούντο
Aorist υιοθέτησα υιοθετήσαμε υιοθετήθηκα υιοθετηθήκαμε
υιοθέτησες υιοθετήσατε υιοθετήθηκες υιοθετηθήκατε
υιοθέτησε υιοθέτησαν, υιοθετήσαν(ε) υιοθετήθηκε υιοθετήθηκαν, υιοθετηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω υιοθετήσει
έχω υιοθετημένο
έχουμε υιοθετήσει
έχουμε υιοθετημένο
έχω υιοθετηθεί
είμαι υιοθετημένος, -η
έχουμε υιοθετηθεί
είμαστε υιοθετημένοι, -ες
έχεις υιοθετήσει
έχεις υιοθετημένο
έχετε υιοθετήσει
έχετε υιοθετημένο
έχεις υιοθετηθεί
είσαι υιοθετημένος, -η
έχετε υιοθετηθεί
είστε υιοθετημένοι, -ες
έχει υιοθετήσει
έχει υιοθετημένο
έχουν υιοθετήσει
έχουν υιοθετημένο
έχει υιοθετηθεί
είναι υιοθετημένος, -η, -ο
έχουν υιοθετηθεί
είναι υιοθετημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα υιοθετήσει
είχα υιοθετημένο
είχαμε υιοθετήσει
είχαμε υιοθετημένο
είχα υιοθετηθεί
ήμουν υιοθετημένος, -η
είχαμε υιοθετηθεί
ήμαστε υιοθετημένοι, -ες
είχες υιοθετήσει
είχες υιοθετημένο
είχατε υιοθετήσει
είχατε υιοθετημένο
είχες υιοθετηθεί
ήσουν υιοθετημένος, -η
είχατε υιοθετηθεί
ήσαστε υιοθετημένοι, -ες
είχε υιοθετήσει
είχε υιοθετημένο
είχαν υιοθετήσει
είχαν υιοθετημένο
είχε υιοθετηθεί
ήταν υιοθετημένος, -η, -ο
είχαν υιοθετηθεί
ήταν υιοθετημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα υιοθετώ θα υιοθετούμε θα υιοθετούμαι θα υιοθετούμαστε
θα υιοθετείς θα υιοθετείτε θα υιοθετείσαι θα υιοθετείστε
θα υιοθετεί θα υιοθετούν(ε) θα υιοθετείται θα υιοθετούνται
Simp
Fut
θα υιοθετήσω θα υιοθετήσουμε θα υιοθετηθώ θα υιοθετηθούμε
θα υιοθετήσεις θα υιοθετήσετε θα υιοθετηθείς θα υιοθετηθείτε
θα υιοθετήσει θα υιοθετήσουν(ε) θα υιοθετηθεί θα υιοθετηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω υιοθετήσει
θα έχω υιοθετημένο
θα έχουμε υιοθετήσει
θα έχουμε υιοθετημένο
θα έχω υιοθετηθεί
θα είμαι υιοθετημένος, -η
θα έχουμε υιοθετηθεί
θα είμαστε υιοθετημένοι, -ες
θα έχεις υιοθετήσει
θα έχεις υιοθετημένο
θα έχετε υιοθετήσει
θα έχετε υιοθετημένο
θα έχεις υιοθετηθεί
θα είσαι υιοθετημένος, -η
θα έχετε υιοθετηθεί
θα είστε υιοθετημένοι, -η
θα έχει υιοθετήσει
θα έχει υιοθετημένο
θα έχουν υιοθετήσει
θα έχουν υιοθετημένο
θα έχει υιοθετηθεί
θα είναι υιοθετημένος, -η, -ο
θα έχουν υιοθετηθεί
θα είναι υιοθετημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να υιοθετώ να υιοθετούμε να υιοθετούμαι να υιοθετούμαστε
να υιοθετείς να υιοθετείτε να υιοθετείσαι να υιοθετείστε
να υιοθετεί να υιοθετούν(ε) να υιοθετείται να υιοθετούνται
Aorist να υιοθετήσω να υιοθετήσουμε, να υιοθετήσομε να υιοθετηθώ να υιοθετηθούμε
να υιοθετήσεις να υιοθετήσετε να υιοθετηθείς να υιοθετηθείτε
να υιοθετήσει να υιοθετήσουν(ε) να υιοθετηθεί να υιοθετηθούν(ε)
Perf να έχω υιοθετήσει
να έχω υιοθετημένο
να έχουμε υιοθετήσει
να έχουμε υιοθετημένο
να έχω υιοθετηθεί
να είμαι υιοθετημένος, -η
να έχουμε υιοθετηθεί
να είμαστε υιοθετημένοι, -ες
να έχεις υιοθετήσει
να έχεις υιοθετημένο
να έχετε υιοθετήσει
να έχετε υιοθετημένο
να έχεις υιοθετηθεί
να είσαι υιοθετημένος, -η
να έχετε υιοθετηθεί
να είστε υιοθετημένοι, -ες
να έχει υιοθετήσει
να έχει υιοθετημένο
να έχουν υιοθετήσει
να έχουν υιοθετημένο
να έχει υιοθετηθεί
να είναι υιοθετημένος, -η, -ο
να έχουν υιοθετηθεί
να είναι υιοθετημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres υιοθετείτε υιοθετείστε
Aorist υιοθέτησε υιοθετήστε, υιοθετήσετε υιοθετήσου υιοθετηθείτε
Part
iciple
Pres υιοθετώντας
Perf έχοντας υιοθετήσει, έχοντας υιοθετημένο υιοθετημένος, -η, -ο υιοθετημένοι, -ες, -α
Infin Aorist υιοθετήσει υιοθετηθεί