ΣΗΚΩΝΩ
I raise
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σηκώνω σηκώνουμε, σηκώνομε σηκώνομαι σηκωνόμαστε
σηκώνεις σηκώνετε σηκώνεσαι σηκώνεστε, σηκωνόσαστε
σηκώνει σηκώνουν(ε) σηκώνεται σηκώνονται
Imper
fect
σήκωνα σηκώναμε σηκωνόμουν(α) σηκωνόμαστε, σηκωνόμασταν
σήκωνες σηκώνατε σηκωνόσουν(α) σηκωνόσαστε, σηκωνόσασταν
σήκωνε σήκωναν σηκωνόταν(ε) σηκώνονταν, σηκωνόντανε, σηκωνόντουσαν
Aorist σήκωσα σηκώσαμε σηκώθηκα σηκωθήκαμε
σήκωσες σηκώσατε σηκώθηκες σηκωθήκατε
σήκωσε σήκωσαν, σηκώσαν(ε) σηκώθηκε σηκώθηκαν, σηκωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω σηκώσει
έχω σηκωμένο
έχουμε σηκώσει
έχουμε σηκωμένο
έχω σηκωθεί
είμαι σηκωμένος, -η
έχουμε σηκωθεί
είμαστε σηκωμένοι, -ες
έχεις σηκώσει
έχεις σηκωμένο
έχετε σηκώσει
έχετε σηκωμένο
έχεις σηκωθεί
είσαι σηκωμένος, -η
έχετε σηκωθεί
είστε σηκωμένοι, -ες
έχει σηκώσει
έχει σηκωμένο
έχουν σηκώσει
έχουν σηκωμένο
έχει σηκωθεί
είναι σηκωμένος, -η, -ο
έχουν σηκωθεί
είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σηκώσει
είχα σηκωμένο
είχαμε σηκώσει
είχαμε σηκωμένο
είχα σηκωθεί
ήμουν σηκωμένος, -η
είχαμε σηκωθεί
ήμαστε σηκωμένοι, -ες
είχες σηκώσει
είχες σηκωμένο
είχατε σηκώσει
είχατε σηκωμένο
είχες σηκωθεί
ήσουν σηκωμένος, -η
είχατε σηκωθεί
ήσαστε σηκωμένοι, -ες
είχε σηκώσει
είχε σηκωμένο
είχαν σηκώσει
είχαν σηκωμένο
είχε σηκωθεί
ήταν σηκωμένος, -η, -ο
είχαν σηκωθεί
ήταν σηκωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σηκώνω θα σηκώνουμε, θα σηκώνομε θα σηκώνομαι θα σηκωνόμαστε
θα σηκώνεις θα σηκώνετε θα σηκώνεσαι θα σηκώνεστε, θα σηκωνόσαστε
θα σηκώνει θα σηκώνουν(ε) θα σηκώνεται θα σηκώνονται
Simp
Fut
θα σηκώσω θα σηκώσουμε, θα σηκώσομε θα σηκωθώ θα σηκωθούμε
θα σηκώσεις θα σηκώσετε θα σηκωθείς θα σηκωθείτε
θα σηκώσει θα σηκώσουν θα σηκωθεί θα σηκωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σηκώσει
θα έχω σηκωμένο
θα έχουμε σηκώσει
θα έχουμε σηκωμένο
θα έχω σηκωθεί
θα είμαι σηκωμένος, -η
θα έχουμε σηκωθεί
θα είμαστε σηκωμένοι, -ες
θα έχεις σηκώσει
θα έχεις σηκωμένο
θα έχετε σηκώσει
θα έχετε σηκωμένο
θα έχεις σηκωθεί
θα είσαι σηκωμένος, -η
θα έχετε σηκωθεί
θα είστε σηκωμένοι, -ες
θα έχει σηκώσει
θα έχει σηκωμένο
θα έχουν σηκώσει
θα έχουν σηκωμένο
θα έχει σηκωθεί
θα είναι σηκωμένος, -η, -ο
θα έχουν σηκωθεί
θα είναι σηκωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σηκώνω να σηκώνουμε, να σηκώνομε να σηκώνομαι να σηκωνόμαστε
να σηκώνεις να σηκώνετε να σηκώνεσαι να σηκώνεστε, να σηκωνόσαστε
να σηκώνει να σηκώνουν(ε) να σηκώνεται να σηκώνονται
Aorist να σηκώσω να σηκώσουμε, να σηκώσομε να σηκωθώ να σηκωθούμε
να σηκώσεις να σηκώσετε να σηκωθείς να σηκωθείτε
να σηκώσει να σηκώσουν(ε) να σηκωθεί να σηκωθούν(ε)
Perf να έχω σηκώσει
να έχω σηκωμένο
να έχουμε σηκώσει
να έχουμε σηκωμένο
να έχω σηκωθεί
να είμαι σηκωμένος, -η
να έχουμε σηκωθεί
να είμαστε σηκωμένοι, -ες
να έχεις σηκώσει
να έχεις σηκωμένο
να έχετε σηκώσει
να έχετε σηκωμένο
να έχεις σηκωθεί
να είσαι σηκωμένος, -η
να έχετε σηκωθεί
να είστε σηκωμένοι, -ες
να έχει σηκώσει
να έχει σηκωμένο
να έχουν σηκώσει
να έχουν σηκωμένο
να έχει σηκωθεί
να είναι σηκωμένος, -η, -ο
να έχουν σηκωθεί
να είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σήκωνε σηκώνετε σηκώνεστε
Aorist σήκωσε σηκώστε, σηκώσετε σήκω, σηκώσου σηκωθείτε
Part
iciple
Pres σηκώνοντας
Perf έχοντας σηκώσει, έχοντας σηκωμένο σηκωμένος, -η, -ο σηκωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σηκώσει σηκωθεί