ΣΙΔΕΡΩΝΩ
I iron
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σιδερώνω σιδερώνουμε, σιδερώνομε σιδερώνομαι σιδερωνόμαστε
σιδερώνεις σιδερώνετε σιδερώνεσαι σιδερώνεστε, σιδερωνόσαστε
σιδερώνει σιδερώνουν(ε) σιδερώνεται σιδερώνονται
Imper
fect
σιδέρωνα σιδερώναμε σιδερωνόμουν(α) σιδερωνόμαστε, σιδερωνόμασταν
σιδέρωνες σιδερώνατε σιδερωνόσουν(α) σιδερωνόσαστε, σιδερωνόσασταν
σιδέρωνε σιδέρωναν, σιδερώναν(ε) σιδερωνόταν(ε) σιδερώνονταν, σιδερωνόντανε, σιδερωνόντουσαν
Aorist σιδέρωσα σιδερώσαμε σιδερώθηκα σιδερωθήκαμε
σιδέρωσες σιδερώσατε σιδερώθηκες σιδερωθήκατε
σιδέρωσε σιδέρωσαν, σιδερώσαν(ε) σιδερώθηκε σιδερώθηκαν, σιδερωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω σιδερώσει
έχω σιδερωμένο
έχουμε σιδερώσει
έχουμε σιδερωμένο
έχω σιδερωθεί
είμαι σιδερωμένος, -η
έχουμε σιδερωθεί
είμαστε σιδερωμένοι, -ες
έχεις σιδερώσει
έχεις σιδερωμένο
έχετε σιδερώσει
έχετε σιδερωμένο
έχεις σιδερωθεί
είσαι σιδερωμένος, -η
έχετε σιδερωθεί
είστε σιδερωμένοι, -ες
έχει σιδερώσει
έχει σιδερωμένο
έχουν σιδερώσει
έχουν σιδερωμένο
έχει σιδερωθεί
είναι σιδερωμένος, -η, -ο
έχουν σιδερωθεί
είναι σιδερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σιδερώσει
είχα σιδερωμένο
είχαμε σιδερώσει
είχαμε σιδερωμένο
είχα σιδερωθεί
ήμουν σιδερωμένος, -η
είχαμε σιδερωθεί
ήμαστε σιδερωμένοι, -ες
είχες σιδερώσει
είχες σιδερωμένο
είχατε σιδερώσει
είχατε σιδερωμένο
είχες σιδερωθεί
ήσουν σιδερωμένος, -η
είχατε σιδερωθεί
ήσαστε σιδερωμένοι, -ες
είχε σιδερώσει
είχε σιδερωμένο
είχαν σιδερώσει
είχαν σιδερωμένο
είχε σιδερωθεί
ήταν σιδερωμένος, -η, -ο
είχαν σιδερωθεί
ήταν σιδερωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σιδερώνω θα σιδερώνουμε, θα σιδερώνομε θα σιδερώνομαι θα σιδερωνόμαστε
θα σιδερώνεις θα σιδερώνετε θα σιδερώνεσαι θα σιδερώνεστε, θα σιδερωνόσαστε
θα σιδερώνει θα σιδερώνουν(ε) θα σιδερώνεται θα σιδερώνονται
Simp
Fut
θα σιδερώσω θα σιδερώσουμε, θα σιδερώσομε θα σιδερωθώ θα σιδερωθούμε
θα σιδερώσεις θα σιδερώσετε θα σιδερωθείς θα σιδερωθείτε
θα σιδερώσει θα σιδερώσουν θα σιδερωθεί θα σιδερωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σιδερώσει
θα έχω σιδερωμένο
θα έχουμε σιδερώσει
θα έχουμε σιδερωμένο
θα έχω σιδερωθεί
θα είμαι σιδερωμένος, -η
θα έχουμε σιδερωθεί
θα είμαστε σιδερωμένοι, -ες
θα έχεις σιδερώσει
θα έχεις σιδερωμένο
θα έχετε σιδερώσει
θα έχετε σιδερωμένο
θα έχεις σιδερωθεί
θα είσαι σιδερωμένος, -η
θα έχετε σιδερωθεί
θα είστε σιδερωμένοι, -ες
θα έχει σιδερώσει
θα έχει σιδερωμένο
θα έχουν σιδερώσει
θα έχουν σιδερωμένο
θα έχει σιδερωθεί
θα είναι σιδερωμένος, -η, -ο
θα έχουν σιδερωθεί
θα είναι σιδερωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σιδερώνω να σιδερώνουμε, να σιδερώνομε να σιδερώνομαι να σιδερωνόμαστε
να σιδερώνεις να σιδερώνετε να σιδερώνεσαι να σιδερώνεστε, να σιδερωνόσαστε
να σιδερώνει να σιδερώνουν(ε) να σιδερώνεται να σιδερώνονται
Aorist να σιδερώσω να σιδερώσουμε, να σιδερώσομε να σιδερωθώ να σιδερωθούμε
να σιδερώσεις να σιδερώσετε να σιδερωθείς να σιδερωθείτε
να σιδερώσει να σιδερώσουν(ε) να σιδερωθεί να σιδερωθούν(ε)
Perf να έχω σιδερώσει
να έχω σιδερωμένο
να έχουμε σιδερώσει
να έχουμε σιδερωμένο
να έχω σιδερωθεί
να είμαι σιδερωμένος, -η
να έχουμε σιδερωθεί
να είμαστε σιδερωμένοι, -ες
να έχεις σιδερώσει
να έχεις σιδερωμένο
να έχετε σιδερώσει
να έχετε σιδερωμένο
να έχεις σιδερωθεί
να είσαι σιδερωμένος, -η
να έχετε σιδερωθεί
να είστε σιδερωμένοι, -ες
να έχει σιδερώσει
να έχει σιδερωμένο
να έχουν σιδερώσει
να έχουν σιδερωμένο
να έχει σιδερωθεί
να είναι σιδερωμένος, -η, -ο
να έχουν σιδερωθεί
να είναι σιδερωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σιδέρωνε σιδερώνετε σιδερώνεστε
Aorist σιδέρωσε σιδερώστε, σιδερώσετε σιδερώσου σιδερωθείτε
Part
iciple
Pres σιδερώνοντας
Perf έχοντας σιδερώσει, έχοντας σιδερωμένο σιδερωμένος, -η, -ο σιδερωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σιδερώσει σιδερωθεί