ΣΦΑΖΩ
I slaughter
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σφάζω σφάζουμε, σφάζομε σφάζομαι σφαζόμαστε
σφάζεις σφάζετε σφάζεσαι σφάζεστε, σφαζόσαστε
σφάζει σφάζουν(ε) σφάζεται σφάζονται
Imper
fect
έσφαζα σφάζαμε σφαζόμουν(α) σφαζόμαστε, σφαζόμασταν
έσφαζες σφάζατε σφαζόσουν(α) σφαζόσαστε, σφαζόσασταν
έσφαζε έσφαζαν, σφάζαν(ε) σφαζόταν(ε) σφάζονταν, σφαζόντανε, σφαζόντουσαν
Aorist έσφαξα σφάξαμε σφάχτηκα σφαχτήκαμε
έσφαξες σφάξατε σφάχτηκες σφαχτήκατε
έσφαξε έσφαξαν, σφάξαν(ε) σφάχτηκε σφάχτηκαν, σφαχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω σφάξει
έχω σφαγμένο
έχουμε σφάξει
έχουμε σφαγμένο
έχω σφαχτεί
είμαι σφαγμένος, -η
έχουμε σφαχτεί
είμαστε σφαγμένοι, -ες
έχεις σφάξει
έχεις σφαγμένο
έχετε σφάξει
έχετε σφαγμένο
έχεις σφαχτεί
είσαι σφαγμένος, -η
έχετε σφαχτεί
είστε σφαγμένοι, -ες
έχει σφάξει
έχει σφαγμένο
έχουν σφάξει
έχουν σφαγμένο
έχει σφαχτεί
είναι σφαγμένος, -η, -ο
έχουν σφαχτεί
είναι σφαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σφάξει
είχα σφαγμένο
είχαμε σφάξει
είχαμε σφαγμένο
είχα σφαχτεί
ήμουν σφαγμένος, -η
είχαμε σφαχτεί
ήμαστε σφαγμένοι, -ες
είχες σφάξει
είχες σφαγμένο
είχατε σφάξει
είχατε σφαγμένο
είχες σφαχτεί
ήσουν σφαγμένος, -η
είχατε σφαχτεί
ήσαστε σφαγμένοι, -ες
είχε σφάξει
είχε σφαγμένο
είχαν σφάξει
είχαν σφαγμένο
είχε σφαχτεί
ήταν σφαγμένος, -η, -ο
είχαν σφαχτεί
ήταν σφαγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σφάζω θα σφάζουμε, θα σφάζομε θα σφάζομαι θα σφαζόμαστε
θα σφάζεις θα σφάζετε θα σφάζεσαι θα σφάζεστε, θα σφαζόσαστε
θα σφάζει θα σφάζουν(ε) θα σφάζεται θα σφάζονται
Simp
Fut
θα σφάξω θα σφάξουμε, θα σφάξομε θα σφαχτώ θα σφαχτούμε
θα σφάξεις θα σφάξετε θα σφαχτείς θα σφαχτείτε
θα σφάξει θα σφάξουν(ε) θα σφαχτεί θα σφαχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σφάξει
θα έχω σφαγμένο
θα έχουμε σφάξει
θα έχουμε σφαγμένο
θα έχω σφαχτεί
θα είμαι σφαγμένος, -η
θα έχουμε σφαχτεί
θα είμαστε σφαγμένοι, -ες
θα έχεις σφάξει
θα έχεις σφαγμένο
θα έχετε σφάξει
θα έχετε σφαγμένο
θα έχεις σφαχτεί
θα είσαι σφαγμένος, -η
θα έχετε σφαχτεί
θα είστε σφαγμένοι, -ες
θα έχει σφάξει
θα έχει σφαγμένο
θα έχουν σφάξει
θα έχουν σφαγμένο
θα έχει σφαχτεί
θα είναι σφαγμένος, -η, -ο
θα έχουν σφαχτεί
θα είναι σφαγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σφάζω να σφάζουμε, να σφάζομε να σφάζομαι να σφαζόμαστε
να σφάζεις να σφάζετε να σφάζεσαι να σφάζεστε, να σφαζόσαστε
να σφάζει να σφάζουν(ε) να σφάζεται να σφάζονται
Aorist να σφάξω να σφάξουμε, να σφάξομε να σφαχτώ να σφαχτούμε
να σφάξεις να σφάξετε να σφαχτείς να σφαχτείτε
να σφάξει να σφάξουν(ε) να σφαχτεί να σφαχτούν(ε)
Perf να έχω σφάξει
να έχω σφαγμένο
να έχουμε σφάξει
να έχουμε σφαγμένο
να έχω σφαχτεί
να είμαι σφαγμένος, -η
να έχουμε σφαχτεί
να είμαστε σφαγμένοι, -ες
να έχεις σφάξει
να έχεις σφαγμένο
να έχετε σφάξει
να έχετε σφαγμένο
να έχεις σφαχτεί
να είσαι σφαγμένος, -η
να έχετε σφαχτεί
να είστε σφαγμένοι, -ες
να έχει σφάξει
να έχει σφαγμένο
να έχουν σφάξει
να έχουν σφαγμένο
να έχει σφαχτεί
να είναι σφαγμένος, -η, -ο
να έχουν σφαχτεί
να είναι σφαγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σφάζε σφάζετε σφάζεστε
Aorist σφάξε σφάξτε, σφάχτε σφάξου σφαχτείτε
Part
iciple
Pres σφάζοντας
Perf έχοντας σφάξει, έχοντας σφαγμένο σφαγμένος, -η, -ο σφαγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σφάξει σφαχτεί