ΠΕΦΤΩ
I fall
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πέφτω, -πίπτω πέφτουμε, πέφτομε
πέφτεις πέφτετε
πέφτει πέφτουν(ε)
Imper
fect
έπεφτα πέφταμε
έπεφτες πέφτατε
έπεφτε έπεφταν, πέφταν(ε)
Aorist έπεσα πέσαμε
έπεσες πέσατε
έπεσε έπεσαν, πέσαν(ε)
Per
fect
έχω πέσει
είμαι πεσμένος, -η
έχουμε πέσει
είμαστε πεσμένοι, -ες
έχεις πέσει
είσαι πεσμένος, -η
έχετε πέσει
είστε πεσμένοι, -ες
έχει πέσει
είναι πεσμένος, -η, -ο
έχουν πέσει
είναι πεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πέσει
ήμουν πεσμένος, -η
είχαμε πέσει
ήμαστε πεσμένοι, -ες
είχες πέσει
ήσουν πεσμένος, -η
είχατε πέσει
ήσαστε πεσμένοι, -ες
είχε πέσει
ήταν πεσμένος, -η, -ο
είχαν πέσει
ήταν πεσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πέφτω θα πέφτουμε, θα πέφτομε
θα πέφτεις θα πέφτετε
θα πέφτει θα πέφτουν(ε)
Simp
Fut
θα πέσω θα πέσουμε, θα πέσομε
θα πέσεις θα πέσετε
θα πέσει θα πέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πέσει
θα είμαι πεσμένος, -η
θα έχουμε πέσει
θα είμαστε πεσμένοι, -ες
θα έχεις πέσει
θα είσαι πεσμένος, -η
θα έχετε πέσει
θα είστε πεσμένοι, -ες
θα έχει πέσει
θα είναι πεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πέσει
θα είναι πεσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πέφτω να πέφτουμε, να πέφτομε
να πέφτεις να πέφτετε
να πέφτει να πέφτουν(ε)
Aorist να πέσω να πέσουμε, να πέσομε
να πέσεις να πέσετε
να πέσει να πέσουν(ε)
Perf να έχω πέσει
να είμαι πεσμένος, -η
να έχουμε πέσει
να είμαστε πεσμένοι, -ες
να έχεις πέσει
να είσαι πεσμένος, -η
να έχετε πέσει
να είστε πεσμένοι, -ες
να έχει πέσει
να είναι πεσμένος, -η, -ο
να έχουν πέσει
να είναι πεσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πέφτε πέφτετε
Aorist πέσε πέστε
Part
iciple
Pres πέφτοντας
Perf πεσμένος, -η, -ο πεσμένοι, -ες, -α
έχοντας πέσει
Infin Aorist πέσει