ΠΑΥΩ
I pause
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παύω παύουμε, παύομε παύομαι παυόμαστε
παύεις παύετε παύεσαι παύεστε, παυόσαστε
παύει παύουν(ε) παύεται παύονται
Imper
fect
έπαυα παύαμε παυόμουν(α) παυόμαστε, παυόμασταν
έπαυες παύατε παυόσουν(α) παυόσαστε, παυόσασταν
έπαυε έπαυαν, παύαν(ε) παυόταν(ε) παύονταν, παυόντανε, παυόντουσαν
Aorist έπαψα, έπαυσα πάψαμε, παύσαμε παύτηκα, παύθηκα παυτήκαμε, παυθήκαμε
έπαψες, έπαυσες πάψατε, παύσατε παύτηκες, παύθηκες παυτήκατε, παυθήκατε
έπαψε, έπαυσε έπαψαν, πάψαν(ε)
έπαυσαν, παύσαν(ε)
παύτηκε, παύθηκε παύτηκαν, παυθήκαν(ε)
Per
fect
έχω πάψει
έχω παύσει
έχουμε πάψει
έχουμε παύσει
έχω παυτεί
έχω παυθεί
έχουμε παυτεί
έχουμε παυθεί
έχεις πάψει
έχεις παύσει
έχετε πάψει
έχετε παύσει
έχεις παυτεί
έχεις παυθεί
έχετε παυτεί
έχετε παυθεί
έχει πάψει
έχει παύσει
έχουν πάψει
έχουν παύσει
έχει παυτεί
έχει παυθεί
έχουν παυτεί
έχουν παυθεί
Plu
per
fect
είχα πάψει
είχα παύσει
είχαμε πάψει
είχαμε παύσει
είχα παυτεί
είχα παυθεί
είχαμε παυτεί
είχαμε παυθεί
είχες πάψει
είχες παύσει
είχατε πάψει
είχατε παύσει
είχες παυτεί
είχες παυθεί
είχατε παυτεί
είχατε παυθεί
είχε πάψει
είχε παύσει
είχαν πάψει
είχαν παύσει
είχε παυτεί
είχε παυθεί
είχαν παυτεί
είχαν παυθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα παύω θα παύουμε, θα παύομε θα παύομαι θα παυόμαστε
θα παύεις θα παύετε θα παύεσαι θα παύεστε, θα παυόσαστε
θα παύει θα παύουν(ε) θα παύεται θα παύονται
Simp
Fut
θα πάψω, θα παύσω θα πάψουμε, θα πάψομε
θα παύσουμε, θα παύσομε
θα παυτώ, θα παυθώ θα παυτούμε, θα παυθούμε
θα πάψεις, θα παύσεις θα πάψετε, θα παύσετε θα παυτείς, θα παυθείς θα παυτείτε, θα παυθείτε
θα πάψει, θα παύσει θα πάψουν(ε), θα παύσουν(ε) θα παυτεί, θα παυθεί θα παυτούν(ε), θα παυθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πάψει
θα έχω παύσει
θα έχουμε πάψει
θα έχουμε παύσει
θα έχω παυτεί
θα έχω παυθεί
θα έχουμε παυτεί
θα έχουμε παυθεί
θα έχεις πάψει
θα έχεις παύσει
θα έχετε πάψει
θα έχετε παύσει
θα έχεις παυτεί
θα έχεις παυθεί
θα έχετε παυτεί
θα έχετε παυθεί
θα έχει πάψει
θα έχει παύσει
θα έχουν πάψει
θα έχουν παύσει
θα έχει παυτεί
θα έχει παυθεί
θα έχουν παυτεί
θα έχουν παυθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παύω να παύουμε, να παύομε να παύομαι να παυόμαστε
να παύεις να παύετε να παύεσαι να παύεστε, να παυόσαστε
να παύει να παύουν(ε) να παύεται να παύονται
Aorist να πάψω, να παύσω να πάψουμε, να πάψομε
να παύσουμε, να παύσομε
να παυτώ, να παυθώ να παυτούμε, να παυθούμε
να πάψεις, να παύσεις να πάψετε, να παύσετε να παυτείς, να παυθείς να παυτείτε, να παυθείτε
να πάψει, να παύσει να πάψουν(ε), να παύσουν(ε) να παυτεί, να παυθεί να παυτούν(ε), να παυθούν(ε)
Perf να έχω πάψει
να έχω παύσει
να έχουμε πάψει
να έχουμε παύσει
να έχω παυτεί
να έχω παυθεί
να έχουμε παυτεί
να έχουμε παυθεί
να έχεις πάψει
να έχεις παύσει
να έχετε πάψει
να έχετε παύσει
να έχεις παυτεί
να έχεις παυθεί
να έχετε παυτεί
να έχετε παυθεί
να έχει πάψει
να έχει παύσει
να έχουν πάψει
να έχουν παύσει
να έχει παυτεί
να έχει παυθεί
να έχουν παυτεί
να έχουν παυθεί
Imper
ative
Pres παύε παύετε παύεστε
Aorist πάψε, παύσε πάψτε, πάψετε
παύστε, παύσετε
παύσου παυτείτε, παυθείτε
Part
iciple
Pres παύοντας παυόμενος
Perf έχοντας πάψει, έχοντας παύσει
Infin Aorist πάψει, παύσει παυτεί, παυθεί