ΜΟΛΥΝΩ
I pollute
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μολύνω μολύνουμε, μολύνομε μολύνομαι μολυνόμαστε
μολύνεις μολύνετε μολύνεσαι μολύνεστε, μολυνόσαστε
μολύνει μολύνουν(ε) μολύνεται μολύνονται
Imper
fect
μόλυνα μολύναμε μολυνόμουν(α) μολυνόμαστε, μολυνόμασταν
μόλυνες μολύνατε μολυνόσουν(α) μολυνόσαστε, μολυνόσασταν
μόλυνε μόλυναν, μολύναν(ε) μολυνόταν(ε) μολύνονταν, μολυνόντανε, μολυνόντουσαν
Aorist μόλυνα μολύναμε μολύνθηκα μολυνθήκαμε
μόλυνες μολύνατε μολύνθηκες μολυνθήκατε
μόλυνε μόλυναν, μολύναν(ε) μολύνθηκε μολύνθηκαν, μολυνθήκαν(ε)
Per
fect
έχω μολύνει
έχω μολυμένο
έχουμε μολύνει
έχουμε μολυμένο
έχω μολυνθεί
είμαι μολυμένος, -η
έχουμε μολυνθεί
είμαστε μολυμένοι, -ες
έχεις μολύνει
έχεις μολυμένο
έχετε μολύνει
έχετε μολυμένο
έχεις μολυνθεί
είσαι μολυμένος, -η
έχετε μολυνθεί
είστε μολυμένοι, -ες
έχει μολύνει
έχει μολυμένο
έχουν μολύνει
έχουν μολυμένο
έχει μολυνθεί
είναι μολυμένος, -η, -ο
έχουν μολυνθεί
είναι μολυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα μολύνει
είχα μολυμένο
είχαμε μολύνει
είχαμε μολυμένο
είχα μολυνθεί
ήμουν μολυμένος, -η
είχαμε μολυνθεί
ήμαστε μολυμένοι, -ες
είχες μολύνει
είχες μολυμένο
είχατε μολύνει
είχατε μολυμένο
είχες μολυνθεί
ήσουν μολυμένος, -η
είχατε μολυνθεί
ήσαστε μολυμένοι, -ες
είχε μολύνει
είχε μολυμένο
είχαν μολύνει
είχαν μολυμένο
είχε μολυνθεί
ήταν μολυμένος, -η, -ο
είχαν μολυνθεί
ήταν μολυμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μολύνω θα μολύνουμε, θα μολύνομε θα μολύνομαι θα μολυνόμαστε
θα μολύνεις θα μολύνετε θα μολύνεσαι θα μολύνεστε, θα μολυνόσαστε
θα μολύνει θα μολύνουν(ε) θα μολύνεται θα μολύνονται
Simp
Fut
θα μολύνω θα μολύνουμε, θα μολύνομε θα μολυνθώ θα μολυνθούμε
θα μολύνεις θα μολύνετε θα μολυνθείς θα μολυνθείτε
θα μολύνει θα μολύνουν(ε) θα μολυνθεί θα μολυνθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μολύνει
θα έχω μολυμένο
θα έχουμε μολύνει
θα έχουμε μολυμένο
θα έχω μολυνθεί
θα είμαι μολυμένος, -η
θα έχουμε μολυνθεί
θα είμαστε μολυμένοι, -ες
θα έχεις μολύνει
θα έχεις μολυμένο
θα έχετε μολύνει
θα έχετε μολυμένο
θα έχεις μολυνθεί
θα είσαι μολυμένος, -η
θα έχετε μολυνθεί
θα είστε μολυμένοι, -ες
θα έχει μολύνει
θα έχει μολυμένο
θα έχουν μολύνει
θα έχουν μολυμένο
θα έχει μολυνθεί
θα είναι μολυμένος, -η, -ο
θα έχουν μολυνθεί
θα είναι μολυμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μολύνω να μολύνουμε, να μολύνομε να μολύνομαι να μολυνόμαστε
να μολύνεις να μολύνετε να μολύνεσαι να μολύνεστε, να μολυνόσαστε
να μολύνει να μολύνουν(ε) να μολύνεται να μολύνονται
Aorist να μολύνω να μολύνουμε, να μολύνομε να μολυνθώ να μολυνθούμε
να μολύνεις να μολύνετε να μολυνθείς να μολυνθείτε
να μολύνει να μολύνουν(ε) να μολυνθεί να μολυνθούν(ε)
Perf να έχω μολύνει
να έχω μολυμένο
να έχουμε μολύνει
να έχουμε μολυμένο
να έχω μολυνθεί
να είμαι μολυμένος, -η
να έχουμε μολυνθεί
να είμαστε μολυμένοι, -ες
να έχεις μολύνει
να έχεις μολυμένο
να έχετε μολύνει
να έχετε μολυμένο
να έχεις μολυνθεί
να είσαι μολυμένος, -η
να έχετε μολυνθεί
να είστε μολυμένοι, -ες
να έχει μολύνει
να έχει μολυμένο
να έχουν μολύνει
να έχουν μολυμένο
να έχει μολυνθεί
να είναι μολυμένος, -η, -ο
να έχουν μολυνθεί
να είναι μολυμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μόλυνε μολύνετε μολύνεστε
Aorist μόλυνε μολύνετε μολύνσου μολυνθείτε
Part
iciple
Pres μολύνοντας
Perf έχοντας μολύνει, έχοντας μολυμένο μολυμένος, -η, -ο μολυμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μολύνει μολυνθεί