ΜΕΓΑΛΟΠΟΙΩ I exagerrate |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μεγαλοποιώ |
μεγαλοποιούμε |
μεγαλοποιούμαι |
μεγαλοποιούμαστε, μεγαλοποιόμαστε |
| μεγαλοποιείς |
μεγαλοποιείτε |
μεγαλοποιείσαι |
μεγαλοποιείστε, μεγαλοποιόσαστε |
| μεγαλοποιεί |
μεγαλοποιούν(ε) |
μεγαλοποιείται |
μεγαλοποιούνται |
Imper fect |
μεγαλοποιούσα |
μεγαλοποιούσαμε |
μεγαλοποιούμουν
μεγαλοπιόμουν(α) |
μεγαλοποιούμαστε
μεγαλοποιόμαστε, μεγαλοποιόμασταν |
| μεγαλοποιούσες |
μεγαλοποιούσατε |
μεγαλοποιόσουν(α) |
μεγαλοποιόσαστε, μεγαλοποιόσασταν |
| μεγαλοποιούσε |
μεγαλοποιούσαν(ε) |
μεγαλοποιούνταν, μεγαλοποιείτο
μεγαλοποιόταν(ε) |
μεγαλοποιούνταν, μεγαλοποιούντο
μεγαλοποιόνταν(ε), μεγαλοποιόντουσαν |
| Aorist |
μεγαλοποίησα |
μεγαλοποιήσαμε |
μεγαλοποιήθηκα |
μεγαλοποιηθήκαμε |
| μεγαλοποίησες |
μεγαλοποιήσατε |
μεγαλοποιήθηκες |
μεγαλοποιηθήκατε |
| μεγαλοποίησε |
μεγαλοποίησαν, μεγαλοποιήσαν(ε) |
μεγαλοποιήθηκε |
μεγαλοποιήθηκαν, μεγαλοποιηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω μεγαλοποιήσει
έχω μεγαλοποιημένο |
έχουμε μεγαλοποιήσει
έχουμε μεγαλοποιημένο |
έχω μεγαλοποιηθεί
είμαι μεγαλοποιημένος, -η |
έχουμε μεγαλοποιηθεί
είμαστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
έχεις μεγαλοποιήσει
έχεις μεγαλοποιημένο |
έχετε μεγαλοποιήσει
έχετε μεγαλοποιημένο |
έχεις μεγαλοποιηθεί
είσαι μεγαλοποιημένος, -η |
έχετε μεγαλοποιηθεί
είστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
έχει μεγαλοποιήσει
έχει μεγαλοποιημένο |
έχουν μεγαλοποιήσει
έχουν μεγαλοποιημένο |
έχει μεγαλοποιηθεί
είναι μεγαλοποιημένος, -η, -ο |
έχουν μεγαλοποιηθεί
είναι μεγαλοποιημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα μεγαλοποιήσει
είχα μεγαλοποιημένο |
είχαμε μεγαλοποιήσει
είχαμε μεγαλοποιημένο |
είχα μεγαλοποιηθεί
ήμουν μεγαλοποιημένος, -η |
είχαμε μεγαλοποιηθεί
ήμαστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
είχες μεγαλοποιήσει
είχες μεγαλοποιημένο |
είχατε μεγαλοποιήσει
είχατε μεγαλοποιημένο |
είχες μεγαλοποιηθεί
ήσουν μεγαλοποιημένος, -η |
είχατε μεγαλοποιηθεί
ήσαστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
είχε μεγαλοποιήσει
είχε μεγαλοποιημένο |
είχαν μεγαλοποιήσει
είχαν μεγαλοποιημένο |
είχε μεγαλοποιηθεί
ήταν μεγαλοποιημένος, -η, -ο |
είχαν μεγαλοποιηθεί
ήταν μεγαλοποιημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα μεγαλοποιώ |
θα μεγαλοποιούμε |
θα μεγαλοποιούμαι |
θα μεγαλοποιούμαστε, θα μεγαλοποιόμαστε |
| θα μεγαλοποιείς |
θα μεγαλοποιείτε |
θα μεγαλοποιείσαι |
θα μεγαλοποιείστε, θα μεγαλοποιόσαστε |
| θα μεγαλοποιεί |
θα μεγαλοποιούν(ε) |
θα μεγαλοποιείται |
θα μεγαλοποιούνται |
Simp Fut |
θα μεγαλοποιήσω |
θα μεγαλοποιήσουμε |
θα μεγαλοποιηθώ |
θα μεγαλοποιηθούμε |
| θα μεγαλοποιήσεις |
θα μεγαλοποιήσετε |
θα μεγαλοποιηθείς |
θα μεγαλοποιηθείτε |
| θα μεγαλοποιήσει |
θα μεγαλοποιήσουν(ε) |
θα μεγαλοποιηθεί |
θα μεγαλοποιηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω μεγαλοποιήσει
θα έχω μεγαλοποιημένο |
θα έχουμε μεγαλοποιήσει
θα έχουμε μεγαλοποιημένο |
θα έχω μεγαλοποιηθεί
θα είμαι μεγαλοποιημένος, -η |
θα έχουμε μεγαλοποιηθεί
θα είμαστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
θα έχεις μεγαλοποιήσει
θα έχεις μεγαλοποιημένο |
θα έχετε μεγαλοποιήσει
θα έχετε μεγαλοποιημένο |
θα έχεις μεγαλοποιηθεί
θα είσαι μεγαλοποιημένος, -η |
θα έχετε μεγαλοποιηθεί
θα είστε μεγαλοποιημένοι, -η |
θα έχει μεγαλοποιήσει
θα έχει μεγαλοποιημένο |
θα έχουν μεγαλοποιήσει
θα έχουν μεγαλοποιημένο |
θα έχει μεγαλοποιηθεί
θα είναι μεγαλοποιημένος, -η, -ο |
θα έχουν μεγαλοποιηθεί
θα είναι μεγαλοποιημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μεγαλοποιώ |
να μεγαλοποιούμε |
να μεγαλοποιούμαι |
να μεγαλοποιούμαστε, να μεγαλοποιόμαστε |
| να μεγαλοποιείς |
να μεγαλοποιείτε |
να μεγαλοποιείσαι |
να μεγαλοποιείστε, να μεγαλοποιόσαστε |
| να μεγαλοποιεί |
να μεγαλοποιούν(ε) |
να μεγαλοποιείται |
να μεγαλοποιούνται |
| Aorist |
να μεγαλοποιήσω |
να μεγαλοποιήσουμε, να μεγαλοποιήσομε |
να μεγαλοποιηθώ |
να μεγαλοποιηθούμε |
| να μεγαλοποιήσεις |
να μεγαλοποιήσετε |
να μεγαλοποιηθείς |
να μεγαλοποιηθείτε |
| να μεγαλοποιήσει |
να μεγαλοποιήσουν(ε) |
να μεγαλοποιηθεί |
να μεγαλοποιηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω μεγαλοποιήσει
να έχω μεγαλοποιημένο |
να έχουμε μεγαλοποιήσει
να έχουμε μεγαλοποιημένο |
να έχω μεγαλοποιηθεί
να είμαι μεγαλοποιημένος, -η |
να έχουμε μεγαλοποιηθεί
να είμαστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
να έχεις μεγαλοποιήσει
να έχεις μεγαλοποιημένο |
να έχετε μεγαλοποιήσει
να έχετε μεγαλοποιημένο |
να έχεις μεγαλοποιηθεί
να είσαι μεγαλοποιημένος, -η |
να έχετε μεγαλοποιηθεί
να είστε μεγαλοποιημένοι, -ες |
να έχει μεγαλοποιήσει
να έχει μεγαλοποιημένο |
να έχουν μεγαλοποιήσει
να έχουν μεγαλοποιημένο |
να έχει μεγαλοποιηθεί
να είναι μεγαλοποιημένος, -η, -ο |
να έχουν μεγαλοποιηθεί
να είναι μεγαλοποιημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
μεγαλοποιείτε |
|
μεγαλοποιείστε |
| Aorist |
μεγαλοποίησε |
μεγαλοποιήστε, μεγαλοποιήσετε |
μεγαλοποιήσου |
μεγαλοποιηθείτε |
Part iciple |
Pres |
μεγαλοποιώντας |
|
| Perf |
έχοντας μεγαλοποιήσει, έχοντας μεγαλοποιημένο |
μεγαλοποιημένος, -η, -ο |
μεγαλοποιημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
μεγαλοποιήσει |
μεγαλοποιηθεί |