ΛΑΜΠΩ
I shine
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
λάμπω λάμπουμε, λάμπομε
λάμπεις λάμπετε
λάμπει λάμπουν(ε)
Imper
fect
έλαμπα λάμπαμε
έλαμπες λάμπατε
έλαμπε έλαμπαν, λάμπαν(ε)
Aorist έλαμψα λάμψαμε
έλαμψες λάμψατε
έλαμψε έλαμψαν, λάμψαν(ε)
Per
fect
έχω λάμψει έχουμε λάμψει
έχεις λάμψει έχετε λάμψει
έχει λάμψει έχουν λάμψει
Plu
per
fect
είχα λάμψει είχαμε λάμψει
είχες λάμψει είχατε λάμψει
είχε λάμψει είχαν λάμψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα λάμπω θα λάμπουμε, θα λάμπομε
θα λάμπεις θα λάμπετε
θα λάμπει θα λάμπουν(ε)
Simp
Fut
θα λάμψω θα λάμψουμε, θα λάμψομε
θα λάμψεις θα λάμψετε
θα λάμψει θα λάμψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω λάμψει θα έχουμε λάμψει
θα έχεις λάμψει θα έχετε λάμψει
θα έχει λάμψει θα έχουν λάμψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να λάμπω να λάμπουμε, να λάμπομε
να λάμπεις να λάμπετε
να λάμπει να λάμπουν(ε)
Aorist να λάμψω να λάμψουμε, να λάμψομε
να λάμψεις να λάμψετε
να λάμψει να λάμψουν(ε)
Perf να έχω λάμψει να έχουμε λάμψει
να έχεις λάμψει να έχετε λάμψει
να έχει λάμψει να έχουν λάμψει
Imper
ative
Pres λάμπε λάμπετε
Aorist λάμψε λάμψτε, λάμψετε
Part
iciple
Pres λάμποντας
Perf έχοντας λάμψει
Infin Aorist λάμψει