ΞΥΡΙΖΩ
I shave
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ξυρίζω ξυρίζουμε, ξυρίζομε ξυρίζομαι ξυριζόμαστε
ξυρίζεις ξυρίζετε ξυρίζεσαι ξυρίζεστε, ξυριζόσαστε
ξυρίζει ξυρίζουν(ε) ξυρίζεται ξυρίζονται
Imper
fect
ξύριζα ξυρίζαμε ξυριζόμουν(α) ξυριζόμαστε, ξυριζόμασταν
ξύριζες ξυρίζατε ξυριζόσουν(α) ξυριζόσαστε, ξυριζόσασταν
ξύριζε ξύριζαν, ξυρίζαν(ε) ξυριζόταν(ε) ξυρίζονταν, ξυριζόντανε, ξυριζόντουσαν
Aorist ξύρισα ξυρίσαμε ξυρίστηκα ξυριστήκαμε
ξύρισες ξυρίσατε ξυρίστηκες ξυριστήκατε
ξύρισε ξύρισαν, ξυρίσαν(ε) ξυρίστηκε ξυρίστηκαν, ξυριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ξυρίσει
έχω ξυρισμένο
έχουμε ξυρίσει
έχουμε ξυρισμένο
έχω ξυριστεί
είμαι ξυρισμένος, -η
έχουμε ξυριστεί
είμαστε ξυρισμένοι, -ες
έχεις ξυρίσει
έχεις ξυρισμένο
έχετε ξυρίσει
έχετε ξυρισμένο
έχεις ξυριστεί
είσαι ξυρισμένος, -η
έχετε ξυριστεί
είστε ξυρισμένοι, -ες
έχει ξυρίσει
έχει ξυρισμένο
έχουν ξυρίσει
έχουν ξυρισμένο
έχει ξυριστεί
είναι ξυρισμένος, -η, -ο
έχουν ξυριστεί
είναι ξυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ξυρίσει
είχα ξυρισμένο
είχαμε ξυρίσει
είχαμε ξυρισμένο
είχα ξυριστεί
ήμουν ξυρισμένος, -η
είχαμε ξυριστεί
ήμαστε ξυρισμένοι, -ες
είχες ξυρίσει
είχες ξυρισμένο
είχατε ξυρίσει
είχατε ξυρισμένο
είχες ξυριστεί
ήσουν ξυρισμένος, -η
είχατε ξυριστεί
ήσαστε ξυρισμένοι, -ες
είχε ξυρίσει
είχε ξυρισμένο
είχαν ξυρίσει
είχαν ξυρισμένο
είχε ξυριστεί
ήταν ξυρισμένος, -η, -ο
είχαν ξυριστεί
ήταν ξυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ξυρίζω θα ξυρίζουμε, θα ξυρίζομε θα ξυρίζομαι θα ξυριζόμαστε
θα ξυρίζεις θα ξυρίζετε θα ξυρίζεσαι θα ξυρίζεστε, θα ξυριζόσαστε
θα ξυρίζει θα ξυρίζουν(ε) θα ξυρίζεται θα ξυρίζονται
Simp
Fut
θα ξυρίσω θα ξυρίσουμε, θα ξυρίζομε θα ξυριστώ θα ξυριστούμε
θα ξυρίσεις θα ξυρίσετε θα ξυριστείς θα ξυριστείτε
θα ξυρίσει θα ξυρίσουν(ε) θα ξυριστεί θα ξυριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ξυρίσει
θα έχω ξυρισμένο
θα έχουμε ξυρίσει
θα έχουμε ξυρισμένο
θα έχω ξυριστεί
θα είμαι ξυρισμένος, -η
θα έχουμε ξυριστεί
θα είμαστε ξυρισμένοι, -ες
θα έχεις ξυρίσει
θα έχεις ξυρισμένο
θα έχετε ξυρίσει
θα έχετε ξυρισμένο
θα έχεις ξυριστεί
θα είσαι ξυρισμένος, -η
θα έχετε ξυριστεί
θα είστε ξυρισμένοι, -ες
θα έχει ξυρίσει
θα έχει ξυρισμένο
θα έχουν ξυρίσει
θα έχουν ξυρισμένο
θα έχει ξυριστεί
θα είναι ξυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν ξυριστεί
θα είναι ξυρισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ξυρίζω να ξυρίζουμε, να ξυρίζομε να ξυρίζομαι να ξυριζόμαστε
να ξυρίζεις να ξυρίζετε να ξυρίζεσαι να ξυρίζεστε, να ξυριζόσαστε
να ξυρίζει να ξυρίζουν(ε) να ξυρίζεται να ξυρίζονται
Aorist να ξυρίσω να ξυρίσουμε, να ξυρίσομε να ξυριστώ να ξυριστούμε
να ξυρίσεις να ξυρίσετε να ξυριστείς να ξυριστείτε
να ξυρίσει να ξυρίσουν(ε) να ξυριστεί να ξυριστούν(ε)
Perf να έχω ξυρίσει
να έχω ξυρισμένο
να έχουμε ξυρίσει
να έχουμε ξυρισμένο
να έχω ξυριστεί
να είμαι ξυρισμένος, -η
να έχουμε ξυριστεί
να είμαστε ξυρισμένοι, -ες
να έχεις ξυρίσει
να έχεις ξυρισμένο
να έχετε ξυρίσει
να έχετε ξυρισμένο
να έχεις ξυριστεί
να είσαι ξυρισμένος, -η
να έχετε ξυριστεί
να είστε ξυρισμένοι, -ες
να έχει ξυρίσει
να έχει ξυρισμένο
να έχουν ξυρίσει
να έχουν ξυρισμένο
να έχει ξυριστεί
να είναι ξυρισμένος, -η, -ο
να έχουν ξυριστεί
να είναι ξυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ξύριζε ξυρίζετε ξυρίζεστε
Aorist ξύρισε ξυρίστε ξυρίσου ξυριστείτε
Part
iciple
Pres ξυρίζοντας ξυριζόμενος
Perf έχοντας ξυρίσει, έχοντας ξυρισμένο ξυρισμένος, -η, -ο ξυρισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ξυρίσει ξυριστεί