ΦΤΥΝΩ
I spit
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φτύνω φτύνουμε, φτύνομε φτύνομαι φτυνόμαστε
φτύνεις φτύνετε φτύνεσαι φτύνεστε, φτυνόσαστε
φτύνει φτύνουν(ε) φτύνεται φτύνονται
Imper
fect
έφτυνα φτύναμε φτυνόμουν(α) φτυνόμαστε, φτυνόμασταν
έφτυνες φτύνατε φτυνόσουν(α) φτυνόσαστε, φτυνόσασταν
έφτυνε έφτυναν, φτύναν(ε) φτυνόταν(ε) φτύνονταν, φτυνόντανε, φτυνόντουσαν
Aorist έφτυσα φτύσαμε φτύστηκα φτυστήκαμε
έφτυσες φτύσατε φτύστηκες φτυστήκατε
έφτυσε έφτυσαν, φτύσαν(ε) φτύστηκε φτύστηκαν, φτυστήκαν(ε)
Per
fect
έχω φτύσει
έχω φτυσμένο
έχουμε φτύσει
έχουμε φτυσμένο
έχω φτυστεί
είμαι φτυσμένος, -η
έχουμε φτυστεί
είμαστε φτυσμένοι, -ες
έχεις φτύσει
έχεις φτυσμένο
έχετε φτύσει
έχετε φτυσμένο
έχεις φτυστεί
είσαι φτυσμένος, -η
έχετε φτυστεί
είστε φτυσμένοι, -ες
έχει φτύσει
έχει φτυσμένο
έχουν φτύσει
έχουν φτυσμένο
έχει φτυστεί
είναι φτυσμένος, -η, -ο
έχουν φτυστεί
είναι φτυσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα φτύσει
είχα φτυσμένο
είχαμε φτύσει
είχαμε φτυσμένο
είχα φτυστεί
ήμουν φτυσμένος, -η
είχαμε φτυστεί
ήμαστε φτυσμένοι, -ες
είχες φτύσει
είχες φτυσμένο
είχατε φτύσει
είχατε φτυσμένο
είχες φτυστεί
ήσουν φτυσμένος, -η
είχατε φτυστεί
ήσαστε φτυσμένοι, -ες
είχε φτύσει
είχε φτυσμένο
είχαν φτύσει
είχαν φτυσμένο
είχε φτυστεί
ήταν φτυσμένος, -η, -ο
είχαν φτυστεί
ήταν φτυσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα φτύνω θα φτύνουμε, θα φτύνομε θα φτύνομαι θα φτυνόμαστε
θα φτύνεις θα φτύνετε θα φτύνεσαι θα φτύνεστε, θα φτυνόσαστε
θα φτύνει θα φτύνουν(ε) θα φτύνεται θα φτύνονται
Simp
Fut
θα φτύσω θα φτύσουμε, θα φτύσομε θα φτυστώ θα φτυστούμε
θα φτύσεις θα φτύσετε θα φτυστείς θα φτυστείτε
θα φτύσει θα φτύσουν θα φτυστεί θα φτυστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φτύσει
θα έχω φτυσμένο
θα έχουμε φτύσει
θα έχουμε φτυσμένο
θα έχω φτυστεί
θα είμαι φτυσμένος, -η
θα έχουμε φτυστεί
θα είμαστε φτυσμένοι, -ες
θα έχεις φτύσει
θα έχεις φτυσμένο
θα έχετε φτύσει
θα έχετε φτυσμένο
θα έχεις φτυστεί
θα είσαι φτυσμένος, -η
θα έχετε φτυστεί
θα είστε φτυσμένοι, -ες
θα έχει φτύσει
θα έχει φτυσμένο
θα έχουν φτύσει
θα έχουν φτυσμένο
θα έχει φτυστεί
θα είναι φτυσμένος, -η, -ο
θα έχουν φτυστεί
θα είναι φτυσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φτύνω να φτύνουμε να φτύνομαι να φτυνόμαστε
να φτύνεις να φτύνετε να φτύνεσαι να φτύνεστε, να φτυνόσαστε
να φτύνει να φτύνουν να φτύνεται να φτύνονται
Aorist να φτύσω να φτύσουμε να φτυστώ να φτυστούμε
να φτύσεις να φτύσετε να φτυστείς να φτυστείτε
να φτύσει να φτύσουν να φτυστεί να φτυστούν(ε)
Perf να έχω φτύσει
να έχω φτυσμένο
να έχουμε φτύσει
να έχουμε φτυσμένο
να έχω φτυστεί
να είμαι φτυσμένος, -η
να έχουμε φτυστεί
να είμαστε φτυσμένοι, -ες
να έχεις φτύσει
να έχεις φτυσμένο
να έχετε φτύσει
να έχετε φτυσμένο
να έχεις φτυστεί
να είσαι φτυσμένος, -η
να έχετε φτυστεί
να είστε φτυσμένοι, -ες
να έχει φτύσει
να έχει φτυσμένο
να έχουν φτύσει
να έχουν φτυσμένο
να έχει φτυστεί
να είναι φτυσμένος, -η, -ο
να έχουν φτυστεί
να είναι φτυσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres φτύνε φτύνετε φτύνεστε
Aorist φτύσε φτύσετε, φτύστε φτύσου φτυστείτε
Part
iciple
Pres φτύνοντας
Perf έχοντας φτύσει
έχοντας φτυσμένο
φτυσμένος, -η, -ο φτυσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist φτύσει φτυστεί