ΦΘΕΙΡΩ
I erode
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φθείρω φθείρουμε, φθείρομε φθείρομαι φθειρόμαστε
φθείρεις φθείρετε φθείρεσαι φθείρεστε, φθειρόσαστε
φθείρει φθείρουν(ε) φθείρεται φθείρονται
Imper
fect
έφθειρα φθείραμε φθειρόμουν(α) φθειρόμαστε
έφθειρες φθείρατε φθειρόσουν(α) φθειρόσαστε
έφθειρε έφθειραν, φθείραν(ε) φθειρόταν(ε) φθείρονταν
Aorist έφθειρα φθείραμε φθάρηκα φθαρήκαμε
έφθειρες φθείρατε φθάρηκες φθαρήκατε
έφθειρε έφθειραν, φθείραν(ε) φθάρηκε φθάρηκαν, φθαρήκαν(ε)
Per
fect
έχω φθείρει έχουμε φθείρει έχω φθαρεί έχουμε φθαρεί
έχεις φθείρει έχετε φθείρει έχεις φθαρεί έχετε φθαρεί
έχει φθείρει έχουν φθείρει έχει φθαρεί έχουν φθαρεί
Plu
per
fect
είχα φθείρει είχαμε φθείρει είχα φθαρεί είχαμε φθαρεί
είχες φθείρει είχατε φθείρει είχες φθαρεί είχατε φθαρεί
είχε φθείρει είχαν φθείρει είχε φθαρεί είχαν φθαρεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα φθείρω θα φθείρουμε, θα φθείρομε θα φθείρομαι θα φθειρόμαστε
θα φθείρεις θα φθείρετε θα φθείρεσαι θα φθείρεστε, θα φθειρόσαστε
θα φθείρει θα φθείρουν(ε) θα φθείρεται θα φθείρονται
Simp
Fut
θα φθείρω θα φθείρουμε, θα φθείρομε θα φθαρώ θα φθαρούμε
θα φθείρεις θα φθείρετε θα φθαρείς θα φθαρείτε
θα φθείρει θα φθείρουν(ε) θα φθαρεί θα φθαρούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φθείρει θα έχουμε φθείρει θα έχω φθαρεί θα έχουμε φθαρεί
θα έχεις φθείρει θα έχετε φθείρει θα έχεις φθαρεί θα έχετε φθαρεί
θα έχει φθείρει θα έχουν φθείρει θα έχει φθαρεί θα έχουν φθαρεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φθείρω να φθείρουμε, να φθείρομε να φθείρομαι να φθειρόμαστε
να φθείρεις να φθείρετε να φθείρεσαι να φθείρεστε, να φθειρόσαστε
να φθείρει να φθείρουν(ε) να φθείρεται να φθείρονται
Aorist να φθείρω να φθείρουμε, να φθείρομε να φθαρώ να φθαρούμε
να φθείρεις να φθείρετε να φθαρείς να φθαρείτε
να φθείρει να φθείρουν(ε) να φθαρεί να φθαρούν(ε)
Perf να έχω φθείρει να έχουμε φθείρει να έχω φθαρεί να έχουμε φθαρεί
να έχεις φθείρει να έχετε φθείρει να έχεις φθαρεί να έχετε φθαρεί
να έχει φθείρει να έχουν φθείρει να έχει φθαρεί να έχουν φθαρεί
Imper
ative
Pres φθείρε φθείρετε φθείρεστε
Aorist φθείρε φθείρτε, φθείρετε φθαρείτε
Part
iciple
Pres φθείροντας φθειρόμενος
Perf έχοντας φθείρει φθαρμένος, -η, -ο φθαρμένοι, -ες, -α
Infin Aorist φθείρει φθαρεί