ΦΤΑΡΝΙΖΟΜΑΙ
I sneeze
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φταρνίζομαι φταρνιζόμαστε
φταρνίζεσαι φταρνίζεστε, φταρνιζόσαστε
φταρνίζεται φταρνίζονται
Imper
fect
φταρνιζόμουν(α) φταρνιζόμαστε, φταρνιζόμασταν
φταρνιζόσουν(α) φταρνιζόσαστε, φταρνιζόσασταν
φταρνιζόταν(ε) φταρνίζονταν, φταρνιζόντανε, φταρνιζόντουσαν
Aorist φταρνίστηκα φταρνιστήκαμε
φταρνίστηκες φταρνιστήκατε
φταρνίστηκε φταρνίστηκαν, φταρνιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω φταρνιστεί έχουμε φταρνιστεί
έχεις φταρνιστεί έχετε φταρνιστεί
έχει φταρνιστεί έχουν φταρνιστεί
Plu
per
fect
είχα φταρνιστεί είχαμε φταρνιστεί
είχες φταρνιστεί είχατε φταρνιστεί
είχε φταρνιστεί είχαν φταρνιστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα φταρνίζομαι θα φταρνιζόμαστε
θα φταρνίζεσαι θα φταρνίζεστε, θα φταρνιζόσαστε
θα φταρνίζεται θα φταρνίζονται
Simp
Fut
θα φταρνιστώ θα φταρνιστούμε
θα φταρνιστείς θα φταρνιστείτε
θα φταρνιστεί θα φταρνιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φταρνιστεί θα έχουμε φταρνιστεί
θα έχεις φταρνιστεί θα έχετε φταρνιστεί
θα έχει φταρνιστεί θα έχουν φταρνιστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φταρνίζομαι να φταρνιζόμαστε
να φταρνίζεσαι να φταρνίζεστε, να φταρνιζόσαστε
να φταρνίζεται να φταρνίζονται
Aorist να φταρνιστώ να φταρνιστούμε
να φταρνιστείς να φταρνιστείτε
να φταρνιστεί να φταρνιστούν(ε)
Perf να έχω φταρνιστεί να έχουμε φταρνιστεί
να έχεις φταρνιστεί να έχετε φταρνιστεί
να έχει φταρνιστεί να έχουν φταρνιστεί
Imper
ative
Pres φταρνίζεστε
Aorist φταρνίσου φταρνιστείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist φταρνιστεί