ΦΤΑΝΩ
I arrive
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φτάνω, φθάνω →προφταίνω φτάνουμε, φτάνομε
φτάνεις φτάνετε
φτάνει φτάνουν(ε)
Imper
fect
έφτανα φτάναμε
έφτανες φτάνατε
έφτανε έφταναν, φτάναν(ε)
Aorist έφτασα φτάσαμε
έφτασες φτάσατε
έφτασε έφτασαν, φτάσαν(ε)
Per
fect
έχω φτάσει
έχω φτασμένο
έχουμε φτάσει
έχουμε φτασμένο
έχεις φτάσει
έχεις φτασμένο
έχετε φτάσει
έχετε φτασμένο
έχει φτάσει
έχει φτασμένο
έχουν φτάσει
έχουν φτασμένο
Plu
per
fect
είχα φτάσει
είχα φτασμένο
είχαμε φτάσει
είχαμε φτασμένο
είχες φτάσει
είχες φτασμένο
είχατε φτάσει
είχατε φτασμένο
είχε φτάσει
είχε φτασμένο
είχαν φτάσει
είχαν φτασμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα φτάνω θα φτάνουμε, θα φτάνομε
θα φτάνεις θα φτάνετε
θα φτάνει θα φτάνουν(ε)
Simp
Fut
θα φτάσω θα φτάσουμε, θα φτάσομε
θα φτάσεις θα φτάσετε
θα φτάσει θα φτάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φτάσει
θα έχω φτασμένο
θα έχουμε φτάσει
θα έχουμε φτασμένο
θα έχεις φτάσει
θα έχεις φτασμένο
θα έχετε φτάσει
θα έχετε φτασμένο
θα έχει φτάσει
θα έχει φτασμένο
θα έχουν φτάσει
θα έχουν φτασμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φτάνω να φτάνουμε, να φτάνομε
να φτάνεις να φτάνετε
να φτάνει να φτάνουν(ε)
Aorist να φτάσω να φτάσουμε, να φτάσομε
να φτάσεις να φτάσετε
να φτάσει να φτάσουν(ε)
Perf να έχω φτάσει
να έχω φτασμένο
να έχουμε φτάσει
να έχουμε φτασμένο
να έχεις φτάσει
να έχεις φτασμένο
να έχετε φτάσει
να έχετε φτασμένο
να έχει φτάσει
να έχει φτασμένο
να έχουν φτάσει
να έχουν φτασμένο
Imper
ative
Pres φτάνε φτάνετε
Aorist φτάσε φτάσετε, φτάστε
Part
iciple
Pres φτάνοντας
Perf έχοντας φτάσει, έχοντας φτασμένο
Infin Aorist φτάσει