ΦΡΟΝΤΙΖΩ
I’ll handle it
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φροντίζω φροντίζουμε, φροντίζομε
φροντίζεις φροντίζετε
φροντίζει φροντίζουν(ε)
Imper
fect
φρόντιζα φροντίζαμε
φρόντιζες φροντίζατε
φρόντιζε φρόντιζαν, φροντίζαν(ε)
Aorist φρόντισα φροντίσαμε
φρόντισες φροντίσατε
φρόντισε φρόντισαν, φροντίσαν(ε)
Per
fect
έχω φροντίσει έχουμε φροντίσει
έχεις φροντίσει έχετε φροντίσει
έχει φροντίσει έχουν φροντίσει
Plu
per
fect
είχα φροντίσει είχαμε φροντίσει
είχες φροντίσει είχατε φροντίσει
είχε φροντίσει είχαν φροντίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα φροντίζω θα φροντίζουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίζεις θα φροντίζετε
θα φροντίζει θα φροντίζουν(ε)
Simp
Fut
θα φροντίσω θα φροντίσουμε, θα φροντίζομε
θα φροντίσεις θα φροντίσετε
θα φροντίσει θα φροντίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φροντίσει θα έχουμε φροντίσει
θα έχεις φροντίσει θα έχετε φροντίσει
θα έχει φροντίσει θα έχουν φροντίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φροντίζω να φροντίζουμε, να φροντίζομε
να φροντίζεις να φροντίζετε
να φροντίζει να φροντίζουν(ε)
Aorist να φροντίσω να φροντίσουμε, να φροντίσομε
να φροντίσεις να φροντίσετε
να φροντίσει να φροντίσουν(ε)
Perf να έχω φροντίσει να έχουμε φροντίσει
να έχεις φροντίσει να έχετε φροντίσει
να έχει φροντίσει να έχουν φροντίσει
Imper
ative
Pres φρόντιζε φροντίζετε
Aorist φρόντισε φροντίστε
Part
iciple
Pres φροντίζοντας
Perf έχοντας φροντίσει
Infin Aorist φροντίσει