ΔΙΑΒΛΕΠΩ
I discern
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαβλέπω διαβλέπουμε, διαβλέπομε
διαβλέπεις διαβλέπετε
διαβλέπει διαβλέπουν(ε)
Imper
fect
διέβλεπα διαβλέπαμε
διέβλεπες διαβλέπατε
διέβλεπε διέβλεπαν, διαβλέπανε
Aorist διέβλεψα, διείδα διαβλέψαμε, διείδαμε
διέβλεψες, διείδες διαβλέψατε, διείδατε
διέβλεψε, διείδε διέβλεψαν, διαβλέψαν(ε), διείδαν(ε)
Per
fect
έχω διαβλέψει έχουμε διαβλέψει
έχεις διαβλέψει έχετε διαβλέψει
έχει διαβλέψει έχουν διαβλέψει
Plu
per
fect
είχα διαβλέψει είχαμε διαβλέψει
είχες διαβλέψει είχατε διαβλέψει
είχε διαβλέψει είχαν διαβλέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαβλέπω θα διαβλέπουμε, θα διαβλέπομε
θα διαβλέπεις θα διαβλέπετε
θα διαβλέπει θα διαβλέπουν(ε)
Simp
Fut
θα διαβλέψω θα διαβλέψουμε, διαβλέψομε
θα διαβλέψείς θα διαβλέψετε
θα διαβλέψει θα διαβλέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαβλέψει θα έχουμε διαβλέψει
θα έχεις διαβλέψει θα έχετε διαβλέψει
θα έχει διαβλέψει θα έχουν διαβλέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαβλέπω να διαβλέπουμε, να διαβλέπομε
να διαβλέπεις να διαβλέπετε
να διαβλέπει να διαβλέπουν(ε)
Aorist να διαβλέψω να διαβλέψουμε/διαβλέψομε
να διαβλέψεις να διαβλέψετε
να διαβλέψει να διαβλέψουν(ε)
Perf να έχω διαβλέψει να έχουμε διαβλέψει
να έχεις διαβλέψει να έχετε διαβλέψει
να έχει διαβλέψει να έχουν διαβλέψει
Imper
ative
Pres διάβλεπε διαβλέπετε
Aorist διάβλεψε διαβλέψετε
Part
iciple
Pres διαβλέποντας
Perf έχοντας διαβλέψει
Infin Aorist διαβλέψει