ΒΑΦΤΙΖΩ
I baptize
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βαφτίζω βαφτίζουμε, βαφτίζομε βαφτίζομαι βαφτιζόμαστε
βαφτίζεις βαφτίζετε βαφτίζεσαι βαφτίζεστε, βαφτιζόσαστε
βαφτίζει βαφτίζουν(ε) βαφτίζεται βαφτίζονται
Imper
fect
βάφτιζα βαφτίζαμε βαφτιζόμουν(α) βαφτιζόμαστε, βαφτιζόμασταν
βάφτιζες βαφτίζατε βαφτιζόσουν(α) βαφτιζόσαστε, βαφτιζόσασταν
βάφτιζε βάφτιζαν, βαφτίζαν(ε) βαφτιζόταν(ε) βαφτίζονταν, βαφτιζόντανε, βαφτιζόντουσαν
Aorist βάφτισα βαφτίσαμε βαφτίστηκα βαφτιστήκαμε
βάφτισες βαφτίσατε βαφτίστηκες βαφτιστήκατε
βάφτισε βάφτισαν, βαφτίσαν(ε) βαφτίστηκε βαφτίστηκαν, βαφτιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω βαφτίσει
έχω βαφτισμένο
έχουμε βαφτίσει
έχουμε βαφτισμένο
έχω βαφτιστεί
είμαι βαφτισμένος, -η
έχουμε βαφτιστεί
είμαστε βαφτισμένοι, -ες
έχεις βαφτίσει
έχεις βαφτισμένο
έχετε βαφτίσει
έχετε βαφτισμένο
έχεις βαφτιστεί
είσαι βαφτισμένος, -η
έχετε βαφτιστεί
είστε βαφτισμένοι, -ες
έχει βαφτίσει
έχει βαφτισμένο
έχουν βαφτίσει
έχουν βαφτισμένο
έχει βαφτιστεί
είναι βαφτισμένος, -η, -ο
έχουν βαφτιστεί
είναι βαφτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βαφτίσει
είχα βαφτισμένο
είχαμε βαφτίσει
είχαμε βαφτισμένο
είχα βαφτιστεί
ήμουν βαφτισμένος, -η
είχαμε βαφτιστεί
ήμαστε βαφτισμένοι, -ες
είχες βαφτίσει
είχες βαφτισμένο
είχατε βαφτίσει
είχατε βαφτισμένο
είχες βαφτιστεί
ήσουν βαφτισμένος, -η
είχατε βαφτιστεί
ήσαστε βαφτισμένοι, -ες
είχε βαφτίσει
είχε βαφτισμένο
είχαν βαφτίσει
είχαν βαφτισμένο
είχε βαφτιστεί
ήταν βαφτισμένος, -η, -ο
είχαν βαφτιστεί
ήταν βαφτισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βαφτίζω θα βαφτίζουμε, θα βαφτίζομε θα βαφτίζομαι θα βαφτιζόμαστε
θα βαφτίζεις θα βαφτίζετε θα βαφτίζεσαι θα βαφτίζεστε, θα βαφτιζόσαστε
θα βαφτίζει θα βαφτίζουν(ε) θα βαφτίζεται θα βαφτίζονται
Simp
Fut
θα βαφτίσω θα βαφτίσουμε, θα βαφτίζομε θα βαφτιστώ θα βαφτιστούμε
θα βαφτίσεις θα βαφτίσετε θα βαφτιστείς θα βαφτιστείτε
θα βαφτίσει θα βαφτίσουν(ε) θα βαφτιστεί θα βαφτιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βαφτίσει
θα έχω βαφτισμένο
θα έχουμε βαφτίσει
θα έχουμε βαφτισμένο
θα έχω βαφτιστεί
θα είμαι βαφτισμένος, -η
θα έχουμε βαφτιστεί
θα είμαστε βαφτισμένοι, -ες
θα έχεις βαφτίσει
θα έχεις βαφτισμένο
θα έχετε βαφτίσει
θα έχετε βαφτισμένο
θα έχεις βαφτιστεί
θα είσαι βαφτισμένος, -η
θα έχετε βαφτιστεί
θα είστε βαφτισμένοι, -ες
θα έχει βαφτίσει
θα έχει βαφτισμένο
θα έχουν βαφτίσει
θα έχουν βαφτισμένο
θα έχει βαφτιστεί
θα είναι βαφτισμένος, -η, -ο
θα έχουν βαφτιστεί
θα είναι βαφτισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βαφτίζω να βαφτίζουμε, να βαφτίζομε να βαφτίζομαι να βαφτιζόμαστε
να βαφτίζεις να βαφτίζετε να βαφτίζεσαι να βαφτίζεστε, να βαφτιζόσαστε
να βαφτίζει να βαφτίζουν(ε) να βαφτίζεται να βαφτίζονται
Aorist να βαφτίσω να βαφτίσουμε, να βαφτίσομε να βαφτιστώ να βαφτιστούμε
να βαφτίσεις να βαφτίσετε να βαφτιστείς να βαφτιστείτε
να βαφτίσει να βαφτίσουν(ε) να βαφτιστεί να βαφτιστούν(ε)
Perf να έχω βαφτίσει
να έχω βαφτισμένο
να έχουμε βαφτίσει
να έχουμε βαφτισμένο
να έχω βαφτιστεί
να είμαι βαφτισμένος, -η
να έχουμε βαφτιστεί
να είμαστε βαφτισμένοι, -ες
να έχεις βαφτίσει
να έχεις βαφτισμένο
να έχετε βαφτίσει
να έχετε βαφτισμένο
να έχεις βαφτιστεί
να είσαι βαφτισμένος, -η
να έχετε βαφτιστεί
να είστε βαφτισμένοι, -ες
να έχει βαφτίσει
να έχει βαφτισμένο
να έχουν βαφτίσει
να έχουν βαφτισμένο
να έχει βαφτιστεί
να είναι βαφτισμένος, -η, -ο
να έχουν βαφτιστεί
να είναι βαφτισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βάφτιζε βαφτίζετε βαφτίζεστε
Aorist βάφτισε βαφτίστε βαφτίσου βαφτιστείτε
Part
iciple
Pres βαφτίζοντας βαφτιζόμενος
Perf έχοντας βαφτίσει, έχοντας βαφτισμένο βαφτισμένος, -η, -ο βαφτισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βαφτίσει βαφτιστεί