ΒΑΛΛΩ
I throw, launch
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βάλλω βάλλουμε, βάλλομε βάλλομαι βαλλόμαστε
βάλλεις βάλλετε βάλλεσαι βάλλεστε, βαλλόσαστε
βάλλει βάλλουν(ε) βάλλεται βάλλονται
Imper
fect
έβαλλα βάλλαμε βαλλόμουν(α) βαλλόμαστε
έβαλλες βάλλατε βαλλόσουν(α) βαλλόσαστε
έβαλλε έβαλλαν, βάλλαν(ε) βαλλόταν(ε) βάλλονταν
Aorist έβαλα βάλαμε βλήθηκα βληθήκαμε
έβαλες βάλατε βλήθηκες βληθήκατε
έβαλε έβαλαν, βάλαν(ε) βλήθηκε βλήθηκαν, βληθήκαν(ε)
Per
fect
έχω βάλει έχουμε βάλει έχω βληθεί
είμαι βλημένος, -η
έχουμε βληθεί
είμαστε βλημένοι, -ες
έχεις βάλει έχετε βάλει έχεις βληθεί
είσαι βλημένος, -η
έχετε βληθεί
είστε βλημένοι, -ες
έχει βάλει έχουν βάλει έχει βληθεί
είναι βλημένος, -η, -ο
έχουν βληθεί
είναι βλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βάλει είχαμε βάλει είχα βληθεί
ήμουν βλημένος, -η
είχαμε βληθεί
ήμαστε βλημένοι, -ες
είχες βάλει είχατε βάλει είχες βληθεί
ήσουν βλημένος, -η
είχατε βληθεί
ήσαστε βλημένοι, -ες
είχε βάλει είχαν βάλει είχε βληθεί
ήταν βλημένος, -η, -ο
είχαν βληθεί
ήταν βλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βάλλω θα βάλλουμε, θα βάλλομε θα βάλλομαι θα βαλλόμαστε
θα βάλλεις θα βάλλετε θα βάλλεσαι θα βάλλεστε, θα βαλλόσαστε
θα βάλλει θα βάλλουν(ε) θα βάλλεται θα βάλλονται
Simp
Fut
θα βάλω θα βάλουμε, θα βάλομε θα βληθώ θα βληθούμε
θα βάλεις θα βάλετε θα βληθείς θα βληθείτε
θα βάλει θα βάλουν(ε) θα βληθεί θα βληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βάλει θα έχουμε βάλει θα έχω βληθεί
θα είμαι βλημένος, -η
θα έχουμε βληθεί
θα είμαστε βλημένοι, -ες
θα έχεις βάλει θα έχετε βάλει θα έχεις βληθεί
θα είσαι βλημένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βλημένοι, -ες
θα έχει βάλει θα έχουν βάλει θα έχει βληθεί
θα είναι βλημένος, -η, -ο
θα έχουν βληθεί
θα είναι βλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βάλλω να βάλλουμε, να βάλλομε να βάλλομαι να βαλλόμαστε
να βάλλεις να βάλλετε να βάλλεσαι να βάλλεστε, να βαλλόσαστε
να βάλλει να βάλλουν(ε) να βάλλεται να βάλλονται
Aorist να βάλω να βάλουμε, να βάλομε να βληθώ να βληθούμε
να βάλεις να βάλετε να βληθείς να βληθείτε
να βάλει να βάλουν(ε) να βληθεί να βληθούν(ε)
Perf να έχω βάλει να έχουμε βάλει να έχω βληθεί
να είμαι βλημένος, -η
να έχουμε βληθεί
να είμαστε βλημένοι, -ες
να έχεις βάλει να έχετε βάλει να έχεις βληθεί
να είσαι βλημένος, -η
να έχετε βληθεί
να είστε βλημένοι, -ες
να έχει βάλει να έχουν βάλει να έχει βληθεί
να είναι βλημένος, -η, -ο
να έχουν βληθεί
να είναι βλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βάλλε βάλλετε βάλλεστε
Aorist βάλε βάλετε βληθείτε
Part
iciple
Pres βάλλοντας βαλλόμενος
Perf έχοντας βάλει βλημένος, -η, -ο βλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist βάλει βληθεί