| ΑΝΑΣΤΑΙΝΩ I resurrect |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ανασταίνω | ανασταίνουμε, ανασταίνομε | ανασταίνομαι | ανασταινόμαστε |
| ανασταίνεις | ανασταίνετε | ανασταίνεσαι | ανασταίνεστε, ανασταινόσαστε | ||
| ανασταίνει | ανασταίνουν(ε) | ανασταίνεται | ανασταίνονται | ||
| Imper fect |
ανάσταινα | ανασταίναμε | ανασταινόμουν(α) | ανασταινόμαστε, ανασταινόμαστησ | |
| ανάσταινες | ανασταίνατε | ανασταινόσουν(α) | ανασταινόσαστε, ανασταινόσαστησ | ||
| ανάσταινε | ανάσταιναν, ανασταίναν(ε) | ανασταινόταν(ε) | ανασταίνονταν, ανασταινόντανε, ανασταινόντουσαν | ||
| Aorist | ανάστησα | αναστήσαμε | αναστήθηκα | αναστηθήκαμε | |
| ανάστησες | αναστήσατε | αναστήθηκες | αναστηθήκατε | ||
| ανάστησε | ανάστησαν, αναστήσαν(ε) | αναστήθηκε | αναστήθηκαν, αναστηθήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω αναστήσει έχω αναστημένο |
έχουμε αναστήσει έχουμε αναστημένο |
έχω αναστηθεί είμαι αναστημένος, -η |
έχουμε αναστηθεί είμαστε αναστημένοι, -ες |
|
| έχεις αναστήσει έχεις αναστημένο |
έχετε αναστήσει έχετε αναστημένο |
έχεις αναστηθεί είσαι αναστημένος, -η |
έχετε αναστηθεί είστε αναστημένοι, -ες |
||
| έχει αναστήσει έχει αναστημένο |
έχουν αναστήσει έχουν αναστημένο |
έχει αναστηθεί είναι αναστημένος, -η, -ο |
έχουν αναστηθεί είναι αναστημένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα αναστήσει είχα αναστημένο |
είχαμε αναστήσει είχαμε αναστημένο |
είχα αναστηθεί ήμουν αναστημένος, -η |
είχαμε αναστηθεί ήμαστε αναστημένοι, -ες |
|
| είχες αναστήσει είχες αναστημένο |
είχατε αναστήσει είχατε αναστημένο |
είχες αναστηθεί ήσουν αναστημένος, -η |
είχατε αναστηθεί ήσαστε αναστημένοι, -ες |
||
| είχε αναστήσει είχε αναστημένο |
είχαν αναστήσει είχαν αναστημένο |
είχε αναστηθεί ήταν αναστημένος, -η, -ο |
είχαν αναστηθεί ήταν αναστημένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα ανασταίνω | θα ανασταίνουμε, θα ανασταίνομε | θα ανασταίνομαι | θα ανασταινόμαστε | |
| θα ανασταίνεις | θα ανασταίνετε | θα ανασταίνεσαι | θα ανασταίνεστε, θα ανασταινόσαστε | ||
| θα ανασταίνει | θα ανασταίνουν(ε) | θα ανασταίνεται | θα ανασταίνονται | ||
| Simp Fut |
θα αναστήσω | θα αναστήσουμε, θα αναστήσομε | θα αναστηθώ | θα αναστηθούμε | |
| θα αναστήσεις | θα αναστήσετε | θα αναστηθείς | θα αναστηθείτε | ||
| θα αναστήσει | θα αναστήσουν(ε) | θα αναστηθεί | θα αναστηθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω αναστήσει θα έχω αναστημένο |
θα έχουμε αναστήσει θα έχουμε αναστημένο |
θα έχω αναστηθεί θα είμαι αναστημένος, -η |
θα έχουμε αναστηθεί θα είμαστε αναστημένοι, -ες |
|
| θα έχεις αναστήσει θα έχεις αναστημένο |
θα έχετε αναστήσει θα έχετε αναστημένο |
θα έχεις αναστηθεί θα είσαι αναστημένος, -η |
θα έχετε αναστηθεί θα είστε αναστημένοι, -ες |
||
| θα έχει αναστήσει θα έχει αναστημένο |
θα έχουν αναστήσει θα έχουν αναστημένο |
θα έχει αναστηθεί θα είναι αναστημένος, -η, -ο |
θα έχουν αναστηθεί θα είναι αναστημένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ανασταίνω | να ανασταίνουμε, να ανασταίνομε | να ανασταίνομαι | να ανασταινόμαστε |
| να ανασταίνεις | να ανασταίνετε | να ανασταίνεσαι | να ανασταίνεστε, να ανασταινόσαστε | ||
| να ανασταίνει | να ανασταίνουν(ε) | να ανασταίνεται | να ανασταίνονται | ||
| Aorist | να αναστήσω | να αναστήσουμε, να αναστήσομε | να αναστηθώ | να αναστηθούμε | |
| να αναστήσεις | να αναστήσετε | να αναστηθείς | να αναστηθείτε | ||
| να αναστήσει | να αναστήσουν(ε) | να αναστηθεί | να αναστηθούν(ε) | ||
| Perf | να έχω αναστήσει να έχω αναστημένο |
να έχουμε αναστήσει να έχουμε αναστημένο |
να έχω αναστηθεί να είμαι αναστημένος, -η |
να έχουμε αναστηθεί να είμαστε αναστημένοι, -ες |
|
| να έχεις αναστήσει να έχεις αναστημένο |
να έχετε αναστήσει να έχετε αναστημένο |
να έχεις αναστηθεί να είσαι αναστημένος, -η |
να έχετε αναστηθεί να είστε αναστημένοι, -ες |
||
| να έχει αναστήσει να έχει αναστημένο |
να έχουν αναστήσει να έχουν αναστημένο |
να έχει αναστηθεί να είναι αναστημένος, -η, -ο |
να έχουν αναστηθεί να είναι αναστημένοι, -ες, -α |
||
| Imper ative |
Pres | ανάσταινε | ανασταίνετε | ανασταίνεστε | |
| Aorist | ανάστησε | αναστήστε | αναστήσου | αναστηθείτε | |
| Part iciple |
Pres | ανασταίνοντας | |||
| Perf | έχοντας αναστήσει, έχοντας αναστημένο | αναστημένος, -η, -ο | αναστημένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αναστήσει | αναστηθεί | ||