ΑΝΑΓΚΑΖΩ
I force
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αναγκάζω αναγκάζουμε, αναγκάζομε αναγκάζομαι αναγκαζόμαστε
αναγκάζεις αναγκάζετε αναγκάζεσαι αναγκάζεστε, αναγκαζόσαστε
αναγκάζει αναγκάζουν(ε) αναγκάζεται αναγκάζονται
Imper
fect
ανάγκαζα αναγκάζαμε αναγκαζόμουν(α) αναγκαζόμαστε, αναγκαζόμασταν
ανάγκαζες αναγκάζατε αναγκαζόσουν(α) αναγκαζόσαστε, αναγκαζόσασταν
ανάγκαζε ανάγκαζαν, αναγκάζαν(ε) αναγκαζόταν(ε) αναγκάζονταν, αναγκαζόντανε, αναγκαζόντουσαν
Aorist ανάγκασα αναγκάσαμε αναγκάστηκα αναγκαστήκαμε
ανάγκασες αναγκάσατε αναγκάστηκες αναγκαστήκατε
ανάγκασε ανάγκασαν, αναγκάσαν(ε) αναγκάστηκε αναγκάστηκαν, αναγκαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω αναγκάσει
έχω αναγκασμένο
έχουμε αναγκάσει
έχουμε αναγκασμένο
έχω αναγκαστεί
είμαι αναγκασμένος, -η
έχουμε αναγκαστεί
είμαστε αναγκασμένοι, -ες
έχεις αναγκάσει
έχεις αναγκασμένο
έχετε αναγκάσει
έχετε αναγκασμένο
έχεις αναγκαστεί
είσαι αναγκασμένος, -η
έχετε αναγκαστεί
είστε αναγκασμένοι, -ες
έχει αναγκάσει
έχει αναγκασμένο
έχουν αναγκάσει
έχουν αναγκασμένο
έχει αναγκαστεί
είναι αναγκασμένος, -η, -ο
έχουν αναγκαστεί
είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αναγκάσει
είχα αναγκασμένο
είχαμε αναγκάσει
είχαμε αναγκσμένο
είχα αναγκαστεί
ήμουν αναγκασμένος, -η
είχαμε αναγκαστεί
ήμαστε αναγκασμένοι, -ες
είχες αναγκάσει
είχες αναγκασμένο
είχατε αναγκάσει
είχατε αναγκασμένο
είχες αναγκαστεί
ήσουν αναγκασμένος, -η
είχατε αναγκαστεί
ήσαστε αναγκασμένοι, -ες
είχε αναγκάσει
είχε αναγκασμένο
είχαν αναγκάσει
είχαν αναγκασμένο
είχε αναγκαστεί
ήταν αναγκασμένος, -η, -ο
είχαν αναγκαστεί
ήταν αναγκασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αναγκάζω θα αναγκάζουμε, θα αναγκάζομε θα αναγκάζομαι θα αναγκαζόμαστε
θα αναγκάζεις θα αναγκάζετε θα αναγκάζεσαι θα αναγκάζεστε, θα αναγκαζόσαστε
θα αναγκάζει θα αναγκάζουν(ε) θα αναγκάζεται θα αναγκάζονται
Simp
Fut
θα αναγκάσω θα αναγκάσουμε, θα αναγκάζομε θα αναγκαστώ θα αναγκαστούμε
θα αναγκάσεις θα αναγκάσετε θα αναγκαστείς θα αναγκαστείτε
θα αναγκάσει θα αναγκάσουν(ε) θα αναγκαστεί θα αναγκαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αναγκάσει
θα έχω αναγκασμένο
θα έχουμε αναγκάσει
θα έχουμε αναγκασμένο
θα έχω αναγκαστεί
θα είμαι αναγκασμένος, -η
θα έχουμε αναγκαστεί
θα είμαστε αναγκασμένοι, -ες
θα έχεις αναγκάσει
θα έχεις αναγκασμένο
θα έχετε αναγκάσει
θα έχετε αναγκασμένο
θα έχεις αναγκαστεί
θα είσαι αναγκασμένος, -η
θα έχετε αναγκαστεί
θα είστε αναγκασμένοι, -ες
θα έχει αναγκάσει
θα έχει αναγκασμένο
θα έχουν αναγκάσει
θα έχουν αναγκασμένο
θα έχει αναγκαστεί
θα είναι αναγκασμένος, -η, -ο
θα έχουν αναγκαστεί
θα είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αναγκάζω να αναγκάζουμε, να αναγκάζομε να αναγκάζομαι να αναγκαζόμαστε
να αναγκάζεις να αναγκάζετε να αναγκάζεσαι να αναγκάζεστε, να αναγκαζόσαστε
να αναγκάζει να αναγκάζουν(ε) να αναγκάζεται να αναγκάζονται
Aorist να αναγκάσω να αναγκάσουμε, να αναγκάσομε να αναγκαστώ να αναγκαστούμε
να αναγκάσεις να αναγκάσετε να αναγκαστείς να αναγκαστείτε
να αναγκάσει να αναγκάσουν(ε) να αναγκαστεί να αναγκαστούν(ε)
Perf να έχω αναγκάσει
να έχω αναγκασμένο
να έχουμε αναγκάσει
να έχουμε αναγκασμένο
να έχω αναγκαστεί
να είμαι αναγκασμένος, -η
να έχουμε αναγκαστεί
να είμαστε αναγκασμένοι, -ες
να έχεις αναγκάσει
να έχεις αναγκασμένο
να έχετε αναγκάσει
να έχετε αναγκασμένο
να έχεις αναγκαστεί
να είσαι αναγκασμένος, -η
να έχετε αναγκαστεί
να είστε αναγκασμένοι, -ες
να έχει αναγκάσει
να έχει αναγκασμένο
να έχουν αναγκάσει
να έχουν αναγκασμένο
να έχει αναγκαστεί
να είναι αναγκασμένος, -η, -ο
να έχουν αναγκαστεί
να είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ανάγκαζε αναγκάζετε αναγκάζεστε
Aorist ανάγκασε αναγκάστε αναγκάσου αναγκαστείτε
Part
iciple
Pres αναγκάζοντας αναγκαζόμενος
Perf έχοντας αναγκάσει, έχοντας αναγκασμένο αναγκασμένος, -η, -ο αναγκασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αναγκάσει αναγκαστεί