ΑΛΕΙΦΩ
I spread
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αλείφω αλείφουμε, αλείφομε αλείφομαι αλειφόμαστε
αλείφεις αλείφετε αλείφεσαι αλείφεστε, αλειφόσαστε
αλείφει αλείφουν(ε) αλείφεται αλείφονται
Imper
fect
άλειφα αλείφαμε αλειφόμουν(α) αλειφόμαστε, αλειφόμασταν
άλειφες αλείφατε αλειφόσουν(α) αλειφόσαστε, αλειφόσασταν
άλειφε άλειφαν, αλείφαν(ε) αλειφόταν(ε) αλείφονταν, αλειφόντανε, αλειφόντουσαν
Aorist άλειψα αλείψαμε αλείφτηκα αλειφτήκαμε
άλειψες αλείψατε αλείφτηκες αλειφτήκατε
άλειψε άλειψαν, αλείψαν(ε) αλείφτηκε αλείφτηκαν, αλειφτήκαν(ε)
Per
fect
έχω αλείψει
έχω αλειμμένο
έχουμε αλείψει
έχουμε αλειμμένο
έχω αλειφτεί
είμαι αλειμμένος, -η
έχουμε αλειφτεί
είμαστε αλειμμένοι, -ες
έχεις αλείψει
έχεις αλειμμένο
έχετε αλείψει
έχετε αλειμμένο
έχεις αλειφτεί
είσαι αλειμμένος, -η
έχετε αλειφτεί
είστε αλειμμένοι, -ες
έχει αλείψει
έχει αλειμμένο
έχουν αλείψει
έχουν αλειμμένο
έχει αλειφτεί
είναι αλειμμένος, -η, -ο
έχουν αλειφτεί
είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα αλείψει
είχα αλειμμένο
είχαμε αλείψει
είχαμε αλειμμένο
είχα αλειφτεί
ήμουν αλειμμένος, -η
είχαμε αλειφτεί
ήμαστε αλειμμένοι, -ες
είχες αλείψει
είχες αλειμμένο
είχατε αλείψει
είχατε αλειμμένο
είχες αλειφτεί
ήσουν αλειμμένος, -η
είχατε αλειφτεί
ήσαστε αλειμμένοι, -ες
είχε αλείψει
είχε αλειμμένο
είχαν αλείψει
είχαν αλειμμένο
είχε αλειφτεί
ήταν αλειμμένος, -η, -ο
είχαν αλειφτεί
ήταν αλειμμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα αλείφω θα αλείφουμε, θα αλείφομε θα αλείφομαι θα αλειφόμαστε
θα αλείφεις θα αλείφετε θα αλείφεσαι θα αλείφεστε, θα αλειφόσαστε
θα αλείφει θα αλείφουν(ε) θα αλείφεται θα αλείφονται
Simp
Fut
θα αλείψω θα αλείψουμε, θα αλείψομε θα αλειφτώ θα αλειφτούμε
θα αλείψεις θα αλείψετε θα αλειφτείς θα αλειφτείτε
θα αλείψει θα αλείψουν(ε) θα αλειφτεί θα αλειφτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αλείψει
θα έχω αλειμμένο
θα έχουμε αλείψει
θα έχουμε αλειμμένο
θα έχω αλειφτεί
θα είμαι αλειμμένος, -η
θα έχουμε αλειφτεί
θα είμαστε αλειμμένοι, -ες
θα έχεις αλείψει
θα έχεις αλειμμένο
θα έχετε αλείψει
θα έχετε αλειμμένο
θα έχεις αλειφτεί
θα είσαι αλειμμένος, -η
θα έχετε αλειφτεί
θα είστε αλειμμένοι, -ες
θα έχει αλείψει
θα έχει αλειμμένο
θα έχουν αλείψει
θα έχουν αλειμμένο
θα έχει αλειφτεί
θα είναι αλειμμένος, -η, -ο
θα έχουν αλειφτεί
θα είναι αλειμμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αλείφω να αλείφουμε, να αλείφομε να αλείφομαι να αλειφόμαστε
να αλείφεις να αλείφετε να αλείφεσαι να αλείφεστε, να αλειφόσαστε
να αλείφει να αλείφουν(ε) να αλείφεται να αλείφονται
Aorist να αλείψω να αλείψουμε, να αλείψομε να αλειφτώ να αλειφτούμε
να αλείψεις να αλείψετε να αλειφτείς να αλειφτείτε
να αλείψει να αλείψουν(ε) να αλειφτεί να αλειφτούν(ε)
Perf να έχω αλείψει
να έχω αλειμμένο
να έχουμε αλείψει
να έχουμε αλειμμένο
να έχω αλειφτεί
να είμαι αλειμμένος, -η
να έχουμε αλειφτεί
να είμαστε αλειμμένοι, -ες
να έχεις αλείψει
να έχεις αλειμμένο
να έχετε αλείψει
να έχετε αλειμμένο
να έχεις αλειφτεί
να είσαι αλειμμένος, -η
να έχετε αλειφτεί
να είστε αλειμμένοι, -ες
να έχει αλείψει
να έχει αλειμμένο
να έχουν αλείψει
να έχουν αλειμμένο
να έχει αλειφτεί
να είναι αλειμμένος, -η, -ο
να έχουν αλειφτεί
να είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres άλειφε αλείφετε αλείφεστε
Aorist άλειψε αλείψτε, αλείφτε αλείψου αλειφτείτε
Part
iciple
Pres αλείφοντας
Perf έχοντας αλείψει, έχοντας αλειμμένο αλειμμένος, -η, -ο αλειμμένοι, -ες, -α
Infin Aorist αλείψει αλειφτεί