ΑΓΡΥΠΝΩ
I stay awake
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αγρυπνάω, αγρυπνώ αγρυπνάμε, αγρυπνούμε
αγρυπνάς αγρυπνάτε
αγρυπνάει, αγρυπνά αγρυπνάν(ε), αγρυπνούν(ε)
Imper
fect
αγρυπνούσα, αγρύπναγα αγρυπνούσαμε, αγρυπνάγαμε
αγρυπνούσες, αγρύπναγες αγρυπνούσατε, αγρυπνάγατε
αγρυπνούσε, αγρύπναγε αγρυπνούσαν(ε), αγρύπναγαν, αγρυπνάγανε
Aorist αγρύπνησα αγρυπνήσαμε
αγρύπνησες αγρυπνήσατε
αγρύπνησε αγρύπνησαν, αγρυπνήσαν(ε)
Perf
ect
έχω αγρυπνήσει έχουμε αγρυπνήσει
έχεις αγρυπνήσει έχετε αγρυπνήσει
έχει αγρυπνήσει έχουν αγρυπνήσει
Plu
perf
ect
είχα αγρυπνήσει είχαμε αγρυπνήσει
είχες αγρυπνήσει είχατε αγρυπνήσει
είχε αγρυπνήσει είχαν αγρυπνήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αγρυπνάω, θα αγρυπνώ θα αγρυπνάμε, θα αγρυπνούμε
θα αγρυπνάς θα αγρυπνάτε
θα αγρυπνάει, θα αγρυπνά θα αγρυπνάν(ε), θα αγρυπνούν(ε)
Simp
Fut
θα αγρυπνήσω θα αγρυπνήσουμε, θα αγρυπνήσομε
θα αγρυπνήσεις θα αγρυπνήσετε
θα αγρυπνήσει θα αγρυπνήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αγρυπνήσει θα έχουμε αγρυπνήσει
θα έχεις αγρυπνήσει θα έχετε αγρυπνήσει
θα έχει αγρυπνήσει θα έχουν αγρυπνήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αγρυπνάω, να αγρυπνώ να αγρυπνάμε, να αγρυπνούμε
να αγρυπνάς να αγρυπνάτε
να αγρυπνάει, να αγρυπνά να αγρυπνάν(ε), να αγρυπνούν(ε)
Aorist να αγρυπνήσω να αγρυπνήσουμε, να αγρυπνήσομε
να αγρυπνήσεις να αγρυπνήσετε
να αγρυπνήσει να αγρυπνήσουν(ε)
Perf να έχω αγρυπνήσει να έχουμε αγρυπνήσει
να έχεις αγρυπνήσει να έχετε αγρυπνήσει
να έχει αγρυπνήσει να έχουν αγρυπνήσει
Imper
ative
Pres αγρύπνα, αγρύπναγε αγρυπνάτε
Aorist αγρύπνησε, αγρύπνα αγρυπνήστε
Part
iciple
Pres αγρυπνώντας
Perf αγρυπνισμένος, -η, -ο αγρυπνισμένοι, -ες, -α
έχοντας αγρυπνήσει
Infin Aorist αγρυπνήσει