ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ
I paint
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ζωγραφίζω ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε ζωγραφίζομαι ζωγραφιζόμαστε
ζωγραφίζεις ζωγραφίζετε ζωγραφίζεσαι ζωγραφίζεστε, ζωγραφιζόσαστε
ζωγραφίζει ζωγραφίζουν(ε) ζωγραφίζεται ζωγραφίζονται
Imper
fect
ζωγράφιζα ζωγραφίζαμε ζωγραφιζόμουν(α) ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόμασταν
ζωγράφιζες ζωγραφίζατε ζωγραφιζόσουν(α) ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφιζόσασταν
ζωγράφιζε ζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν(ε) ζωγραφιζόταν(ε) ζωγραφίζονταν, ζωγραφιζόντανε, ζωγραφιζόντουσαν
Aorist ζωγράφισα ζωγραφίσαμε ζωγραφίστηκα ζωγραφιστήκαμε
ζωγράφισες ζωγραφίσατε ζωγραφίστηκες ζωγραφιστήκατε
ζωγράφισε ζωγράφισαν, ζωγραφίσαν(ε) ζωγραφίστηκε ζωγραφίστηκαν, ζωγραφιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ζωγραφίσει
έχω ζωγραφισμένο
έχουμε ζωγραφίσει
έχουμε ζωγραφισμένο
έχω ζωγραφιστεί
είμαι ζωγραφισμένος, -η
έχουμε ζωγραφιστεί
είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχεις ζωγραφίσει
έχεις ζωγραφισμένο
έχετε ζωγραφίσει
έχετε ζωγραφισμένο
έχεις ζωγραφιστεί
είσαι ζωγραφισμένος, -η
έχετε ζωγραφιστεί
είστε ζωγραφισμένοι, -ες
έχει ζωγραφίσει
έχει ζωγραφισμένο
έχουν ζωγραφίσει
έχουν ζωγραφισμένο
έχει ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
έχουν ζωγραφιστεί
είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ζωγραφίσει
είχα ζωγραφισμένο
είχαμε ζωγραφίσει
είχαμε ζωγραφισμένο
είχα ζωγραφιστεί
ήμουν ζωγραφισμένος, -η
είχαμε ζωγραφιστεί
ήμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχες ζωγραφίσει
είχες ζωγραφισμένο
είχατε ζωγραφίσει
είχατε ζωγραφισμένο
είχες ζωγραφιστεί
ήσουν ζωγραφισμένος, -η
είχατε ζωγραφιστεί
ήσαστε ζωγραφισμένοι, -ες
είχε ζωγραφίσει
είχε ζωγραφισμένο
είχαν ζωγραφίσει
είχαν ζωγραφισμένο
είχε ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένος, -η, -ο
είχαν ζωγραφιστεί
ήταν ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ζωγραφίζω θα ζωγραφίζουμε, θα ζωγραφίζομε θα ζωγραφίζομαι θα ζωγραφιζόμαστε
θα ζωγραφίζεις θα ζωγραφίζετε θα ζωγραφίζεσαι θα ζωγραφίζεστε, θα ζωγραφιζόσαστε
θα ζωγραφίζει θα ζωγραφίζουν(ε) θα ζωγραφίζεται θα ζωγραφίζονται
Simp
Fut
θα ζωγραφίσω θα ζωγραφίσουμε, θα ζωγραφίζομε θα ζωγραφιστώ θα ζωγραφιστούμε
θα ζωγραφίσεις θα ζωγραφίσετε θα ζωγραφιστείς θα ζωγραφιστείτε
θα ζωγραφίσει θα ζωγραφίσουν(ε) θα ζωγραφιστεί θα ζωγραφιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ζωγραφίσει
θα έχω ζωγραφισμένο
θα έχουμε ζωγραφίσει
θα έχουμε ζωγραφισμένο
θα έχω ζωγραφιστεί
θα είμαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχουμε ζωγραφιστεί
θα είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχεις ζωγραφίσει
θα έχεις ζωγραφισμένο
θα έχετε ζωγραφίσει
θα έχετε ζωγραφισμένο
θα έχεις ζωγραφιστεί
θα είσαι ζωγραφισμένος, -η
θα έχετε ζωγραφιστεί
θα είστε ζωγραφισμένοι, -ες
θα έχει ζωγραφίσει
θα έχει ζωγραφισμένο
θα έχουν ζωγραφίσει
θα έχουν ζωγραφισμένο
θα έχει ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
θα έχουν ζωγραφιστεί
θα είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ζωγραφίζω να ζωγραφίζουμε, να ζωγραφίζομε να ζωγραφίζομαι να ζωγραφιζόμαστε
να ζωγραφίζεις να ζωγραφίζετε να ζωγραφίζεσαι να ζωγραφίζεστε, να ζωγραφιζόσαστε
να ζωγραφίζει να ζωγραφίζουν(ε) να ζωγραφίζεται να ζωγραφίζονται
Aorist να ζωγραφίσω να ζωγραφίσουμε, να ζωγραφίσομε να ζωγραφιστώ να ζωγραφιστούμε
να ζωγραφίσεις να ζωγραφίσετε να ζωγραφιστείς να ζωγραφιστείτε
να ζωγραφίσει να ζωγραφίσουν(ε) να ζωγραφιστεί να ζωγραφιστούν(ε)
Perf να έχω ζωγραφίσει
να έχω ζωγραφισμένο
να έχουμε ζωγραφίσει
να έχουμε ζωγραφισμένο
να έχω ζωγραφιστεί
να είμαι ζωγραφισμένος, -η
να έχουμε ζωγραφιστεί
να είμαστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχεις ζωγραφίσει
να έχεις ζωγραφισμένο
να έχετε ζωγραφίσει
να έχετε ζωγραφισμένο
να έχεις ζωγραφιστεί
να είσαι ζωγραφισμένος, -η
να έχετε ζωγραφιστεί
να είστε ζωγραφισμένοι, -ες
να έχει ζωγραφίσει
να έχει ζωγραφισμένο
να έχουν ζωγραφίσει
να έχουν ζωγραφισμένο
να έχει ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένος, -η, -ο
να έχουν ζωγραφιστεί
να είναι ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ζωγράφιζε ζωγραφίζετε ζωγραφίζεστε
Aorist ζωγράφισε ζωγραφίστε ζωγραφίσου ζωγραφιστείτε
Part
iciple
Pres ζωγραφίζοντας ζωγραφιζόμενος
Perf έχοντας ζωγραφίσει, έχοντας ζωγραφισμένο ζωγραφισμένος, -η, -ο ζωγραφισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ζωγραφίσει ζωγραφιστεί