ΧΤΥΠΩ I knock |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
χτυπάω, χτυπώ |
χτυπάμε, χτυπούμε |
χτυπιέμαι |
χτυπιόμαστε |
χτυπάς |
χτυπάτε |
χτυπιέσαι |
χτυπιέστε, χτυπιόσαστε |
χτυπάει, χτυπά |
χτυπάν(ε), χτυπούν(ε) |
χτυπιέται |
χτυπιούνται, χτυπιόνται |
Imper fect |
χτυπούσα, χτύπαγα |
χτυπούσαμε, χτυπάγαμε |
χτυπιόμουν(α) |
χτυπιόμαστε, χτυπιόμασταν |
χτυπούσες, χτύπαγες |
χτυπούσατε, χτυπάγατε |
χτυπιόσουν(α) |
χτυπιόσαστε, χτυπιόσασταν |
χτυπούσε, χτύπαγε |
χτυπούσαν(ε), χτύπαγαν, χτυπάγανε |
χτυπιόταν(ε) |
χτυπιόνταν(ε), χτυπιούνταν, χτυπιόντουσαν |
Aorist |
χτύπησα |
χτυπήσαμε |
χτυπήθηκα |
χτυπηθήκαμε |
χτύπησες |
χτυπήσατε |
χτυπήθηκες |
χτυπηθήκατε |
χτύπησε |
χτύπησαν, χτυπήσαν(ε) |
χτυπήθηκε |
χτυπήθηκαν, χτυπηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω χτυπήσει
έχω χτυπημένο |
έχουμε χτυπήσει
έχουμε χτυπημένο |
έχω χτυπηθεί
είμαι χτυπημένος, -η |
έχουμε χτυπηθεί
είμαστε χτυπημένοι, -ες |
έχεις χτυπήσει
έχεις χτυπημένο |
έχετε χτυπήσει
έχετε χτυπημένο |
έχεις χτυπηθεί
είσαι χτυπημένος, -η |
έχετε χτυπηθεί
είστε χτυπημένοι, -ες |
έχει χτυπήσει
έχει χτυπημένο |
έχουν χτυπήσει
έχουν χτυπημένο |
έχει χτυπηθεί
είναι χτυπημένος, -η, -ο |
έχουν χτυπηθεί
είναι χτυπημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα χτυπήσει
είχα χτυπημένο |
είχαμε χτυπήσει
είχαμε χτυπημένο |
είχα χτυπηθεί
ήμουν χτυπημένος, -η |
είχαμε χτυπηθεί
ήμαστε χτυπημένοι, -ες |
είχες χτυπήσει
είχες χτυπημένο |
είχατε χτυπήσει
είχατε χτυπημένο |
είχες χτυπηθεί
ήσουν χτυπημένος, -η |
είχατε χτυπηθεί
ήσαστε χτυπημένοι, -ες |
είχε χτυπήσει
είχε χτυπημένο |
είχαν χτυπήσει
είχαν χτυπημένο |
είχε χτυπηθεί
ήταν χτυπημένος, -η, -ο |
είχαν χτυπηθεί
ήταν χτυπημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα χτυπάω, θα χτυπώ |
θα χτυπάμε, θα χτυπούμε |
θα χτυπιέμαι |
θα χτυπιόμαστε |
θα χτυπάς |
θα χτυπάτε |
θα χτυπιέσαι |
θα χτυπιέστε, θα χτυπιόσαστε |
θα χτυπάει, θα χτυπά |
θα χτυπάν(ε), θα χτυπούν(ε) |
θα χτυπιέται |
θα χτυπιούνται, θα χτυπιόνται |
Simp Fut |
θα χτυπήσω |
θα χτυπήσουμε, θα χτυπήσομε |
θα χτυπηθώ |
θα χτυπηθούμε |
θα χτυπήσεις |
θα χτυπήσετε |
θα χτυπηθείς |
θα χτυπηθείτε |
θα χτυπήσει |
θα χτυπήσουν(ε) |
θα χτυπηθεί |
θα χτυπηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω χτυπήσει
θα έχω χτυπημένο |
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχουμε χτυπημένο |
θα έχω χτυπηθεί
θα είμαι χτυπημένος, -η |
θα έχουμε χτυπηθεί
θα είμαστε χτυπημένοι, -ες |
θα έχεις χτυπήσει
θα έχεις χτυπημένο |
θα έχετε χτυπήσει
θα έχετε χτυπημένο |
θα έχεις χτυπηθεί
θα είσαι χτυπημένος, -η |
θα έχετε χτυπηθεί
θα είστε χτυπημένοι, -ες |
θα έχει χτυπήσει
θα έχει χτυπημένο |
θα έχουν χτυπήσει
θα έχουν χτυπημένο |
θα έχει χτυπηθεί
θα είναι χτυπημένος, -η, -ο |
θα έχουν χτυπηθεί
θα είναι χτυπημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να χτυπάω, να χτυπώ |
να χτυπάμε, να χτυπούμε |
να χτυπιέμαι |
να χτυπιόμαστε |
να χτυπάς |
να χτυπάτε |
να χτυπιέσαι |
να χτυπιέστε, να χτυπιόσαστε |
να χτυπάει, να χτυπά |
να χτυπάν(ε), να χτυπούν(ε) |
να χτυπιέται |
να χτυπιούνται, να χτυπιόνται |
Aorist |
να χτυπήσω |
να χτυπήσουμε, να χτυπήσομε |
να χτυπηθώ |
να χτυπηθούμε |
να χτυπήσεις |
να χτυπήσετε |
να χτυπηθείς |
να χτυπηθείτε |
να χτυπήσει |
να χτυπήσουν(ε) |
να χτυπηθεί |
να χτυπηθούν(ε) |
Perf |
να έχω χτυπήσει
να έχω χτυπημένο |
να έχουμε χτυπήσει
να έχουμε χτυπημένο |
να έχω χτυπηθεί
να είμαι χτυπημένος, -η |
να έχουμε χτυπηθεί
να είμαστε χτυπημένοι, -ες |
να έχεις χτυπήσει
να έχεις χτυπημένο |
να έχετε χτυπήσει
να έχετε χτυπημένο |
να έχεις χτυπηθεί
να είσαι χτυπημένος, -η |
να έχετε χτυπηθεί
να είστε χτυπημένοι, -η |
να έχει χτυπήσει
να έχει χτυπημένο |
να έχουν χτυπήσει
να έχουν χτυπημένο |
να έχει χτυπηθεί
να είναι χτυπημένος, -η, -ο |
να έχουν χτυπηθεί
να είναι χτυπημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
χτύπα, χτύπαγε |
χτυπάτε |
|
χτυπιέστε |
Aorist |
χτύπησε, χτύπα |
χτυπήστε |
χτυπήσου |
χτυπηθείτε |
Part iciple |
Pres |
χτυπώντας |
|
|
Perf |
έχοντας χτυπήσει, έχοντας χτυπημένο |
χτυπημένος, -η, -ο |
χτυπημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
χτυπήσει |
χτυπηθεί |