ΧΕΙΡΟΥΡΓΩ I operate |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
χειρουργώ |
χειρουργούμε |
χειρουργούμαι |
χειρουργούμαστε |
χειρουργείς |
χειρουργείτε |
χειρουργείσαι |
χειρουργείστε |
χειρουργεί |
χειρουργούν(ε) |
χειρουργείται |
χειρουργούνται |
Imper fect |
χειρουργούσα |
χειρουργούσαμε |
χειρουργούμουν |
χειρουργούμαστε |
χειρουργούσες |
χειρουργούσατε |
|
|
χειρουργούσε |
χειρουργούσαν(ε) |
χειρουργούνταν, χειρουργείτο |
χειρουργούνταν, χειρουργούντο |
Aorist |
χειρούργησα |
χειρουργήσαμε |
χειρουργήθηκα |
χειρουργηθήκαμε |
χειρούργησες |
χειρουργήσατε |
χειρουργήθηκες |
χειρουργηθήκατε |
χειρούργησε |
χειρούργησαν, χειρουργήσαν(ε) |
χειρουργήθηκε |
χειρουργήθηκαν, χειρουργηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω χειρουργήσει
έχω χειρουργημένο |
έχουμε χειρουργήσει
έχουμε χειρουργημένο |
έχω χειρουργηθεί
είμαι χειρουργημένος, -η |
έχουμε χειρουργηθεί
είμαστε χειρουργημένοι, -ες |
έχεις χειρουργήσει
έχεις χειρουργημένο |
έχετε χειρουργήσει
έχετε χειρουργημένο |
έχεις χειρουργηθεί
είσαι χειρουργημένος, -η |
έχετε χειρουργηθεί
είστε χειρουργημένοι, -ες |
έχει χειρουργήσει
έχει χειρουργημένο |
έχουν χειρουργήσει
έχουν χειρουργημένο |
έχει χειρουργηθεί
είναι χειρουργημένος, -η, -ο |
έχουν χειρουργηθεί
είναι χειρουργημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα χειρουργήσει
είχα χειρουργημένο |
είχαμε χειρουργήσει
είχαμε χειρουργημένο |
είχα χειρουργηθεί
ήμουν χειρουργημένος, -η |
είχαμε χειρουργηθεί
ήμαστε χειρουργημένοι, -ες |
είχες χειρουργήσει
είχες χειρουργημένο |
είχατε χειρουργήσει
είχατε χειρουργημένο |
είχες χειρουργηθεί
ήσουν χειρουργημένος, -η |
είχατε χειρουργηθεί
ήσαστε χειρουργημένοι, -ες |
είχε χειρουργήσει
είχε χειρουργημένο |
είχαν χειρουργήσει
είχαν χειρουργημένο |
είχε χειρουργηθεί
ήταν χειρουργημένος, -η, -ο |
είχαν χειρουργηθεί
ήταν χειρουργημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα χειρουργώ |
θα χειρουργούμε |
θα χειρουργούμαι |
θα χειρουργούμαστε |
θα χειρουργείς |
θα χειρουργείτε |
θα χειρουργείσαι |
θα χειρουργείστε |
θα χειρουργεί |
θα χειρουργούν(ε) |
θα χειρουργείται |
θα χειρουργούνται |
Simp Fut |
θα χειρουργήσω |
θα χειρουργήσουμε |
θα χειρουργηθώ |
θα χειρουργηθούμε |
θα χειρουργήσεις |
θα χειρουργήσετε |
θα χειρουργηθείς |
θα χειρουργηθείτε |
θα χειρουργήσει |
θα χειρουργήσουν(ε) |
θα χειρουργηθεί |
θα χειρουργηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω χειρουργήσει
θα έχω χειρουργημένο |
θα έχουμε χειρουργήσει
θα έχουμε χειρουργημένο |
θα έχω χειρουργηθεί
θα είμαι χειρουργημένος, -η |
θα έχουμε χειρουργηθεί
θα είμαστε χειρουργημένοι, -ες |
θα έχεις χειρουργήσει
θα έχεις χειρουργημένο |
θα έχετε χειρουργήσει
θα έχετε χειρουργημένο |
θα έχεις χειρουργηθεί
θα είσαι χειρουργημένος, -η |
θα έχετε χειρουργηθεί
θα είστε χειρουργημένοι, -η |
θα έχει χειρουργήσει
θα έχει χειρουργημένο |
θα έχουν χειρουργήσει
θα έχουν χειρουργημένο |
θα έχει χειρουργηθεί
θα είναι χειρουργημένος, -η, -ο |
θα έχουν χειρουργηθεί
θα είναι χειρουργημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να χειρουργώ |
να χειρουργούμε |
να χειρουργούμαι |
να χειρουργούμαστε |
να χειρουργείς |
να χειρουργείτε |
να χειρουργείσαι |
να χειρουργείστε |
να χειρουργεί |
να χειρουργούν(ε) |
να χειρουργείται |
να χειρουργούνται |
Aorist |
να χειρουργήσω |
να χειρουργήσουμε, να χειρουργήσομε |
να χειρουργηθώ |
να χειρουργηθούμε |
να χειρουργήσεις |
να χειρουργήσετε |
να χειρουργηθείς |
να χειρουργηθείτε |
να χειρουργήσει |
να χειρουργήσουν(ε) |
να χειρουργηθεί |
να χειρουργηθούν(ε) |
Perf |
να έχω χειρουργήσει
να έχω χειρουργημένο |
να έχουμε χειρουργήσει
να έχουμε χειρουργημένο |
να έχω χειρουργηθεί
να είμαι χειρουργημένος, -η |
να έχουμε χειρουργηθεί
να είμαστε χειρουργημένοι, -ες |
να έχεις χειρουργήσει
να έχεις χειρουργημένο |
να έχετε χειρουργήσει
να έχετε χειρουργημένο |
να έχεις χειρουργηθεί
να είσαι χειρουργημένος, -η |
να έχετε χειρουργηθεί
να είστε χειρουργημένοι, -ες |
να έχει χειρουργήσει
να έχει χειρουργημένο |
να έχουν χειρουργήσει
να έχουν χειρουργημένο |
να έχει χειρουργηθεί
να είναι χειρουργημένος, -η, -ο |
να έχουν χειρουργηθεί
να είναι χειρουργημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
χειρουργείτε |
|
χειρουργείστε |
Aorist |
χειρούργησε |
χειρουργήστε, χειρουργήσετε |
χειρουργήσου |
χειρουργηθείτε |
Part iciple |
Pres |
χειρουργώντας |
|
Perf |
έχοντας χειρουργήσει, έχοντας χειρουργημένο |
χειρουργημένος, -η, -ο |
χειρουργημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
χειρουργήσει |
χειρουργηθεί |