| ΘΕΩΡΩ I consider
 | Active | Passive | 
| Singular | Plural | Singular | Plural | 
| I N
 D
 I
 C
 A
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | θεωρώ | θεωρούμε | θεωρούμαι | θεωρούμαστε | 
| θεωρείς | θεωρείτε | θεωρείσαι | θεωρείστε | 
| θεωρεί | θεωρούν(ε) | θεωρείται | θεωρούνται | 
| Imper fect
 | θεωρούσα | θεωρούσαμε | θεωρούμουν | θεωρούμαστε | 
| θεωρούσες | θεωρούσατε |  |  | 
| θεωρούσε | θεωρούσαν(ε) | θεωρούνταν, εθεωρείτο | θεωρούνταν, εθεωρούντο | 
| Aorist | θεώρησα | θεωρήσαμε | θεωρήθηκα | θεωρηθήκαμε | 
| θεώρησες | θεωρήσατε | θεωρήθηκες | θεωρηθήκατε | 
| θεώρησε | θεώρησαν, θεωρήσαν(ε) | θεωρήθηκε | θεωρήθηκαν, θεωρηθήκαν(ε) | 
| Perf ect
 | έχω     θεωρήσει έχω     θεωρημένο
 | έχουμε  θεωρήσει έχουμε  θεωρημένο
 | έχω     θεωρηθεί είμαι   θεωρημένος, -η
 | έχουμε  θεωρηθεί είμαστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| έχεις θεωρήσει έχεις θεωρημένο
 | έχετε θεωρήσει έχετε θεωρημένο
 | έχεις θεωρηθεί είσαι θεωρημένος, -η
 | έχετε θεωρηθεί είστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| έχει  θεωρήσει έχει  θεωρημένο
 | έχουν θεωρήσει έχουν θεωρημένο
 | έχει  θεωρηθεί είναι θεωρημένος, -η, -ο
 | έχουν θεωρηθεί είναι θεωρημένοι, -ές, -α
 | 
| Plu perf
 ect
 | είχα   θεωρήσει είχα   θεωρημένο
 | είχαμε θεωρήσει είχαμε θεωρημένο
 | είχα   θεωρηθεί ήμουν  θεωρημένος, -η
 | είχαμε θεωρηθεί ήμαστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| είχες  θεωρήσει είχες  θεωρημένο
 | είχατε θεωρήσει είχατε θεωρημένο
 | είχες  θεωρηθεί ήσουν  θεωρημένος, -η
 | είχατε θεωρηθεί ήσαστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| είχε  θεωρήσει είχε  θεωρημένο
 | είχαν θεωρήσει είχαν θεωρημένο
 | είχε  θεωρηθεί ήταν  θεωρημένος, -η, -ο
 | είχαν θεωρηθεί ήταν  θεωρημένοι, -ες, -α
 | 
| Fut ure
 Cont
 inuous
 | θα θεωρώ | θα θεωρούμε | θα θεωρούμαι | θα θεωρούμαστε | 
| θα θεωρείς | θα θεωρείτε | θα θεωρείσαι | θα θεωρείστε | 
| θα θεωρεί | θα θεωρούν(ε) | θα θεωρείται | θα θεωρούνται | 
| Simp Fut
 | θα θεωρήσω | θα θεωρήσουμε | θα θεωρηθώ | θα θεωρηθούμε | 
| θα θεωρήσεις | θα θεωρήσετε | θα θεωρηθείς | θα θεωρηθείτε | 
| θα θεωρήσει | θα θεωρήσουν(ε) | θα θεωρηθεί | θα θεωρηθούν(ε) | 
| Fut Perf
 | θα έχω     θεωρήσει θα έχω     θεωρημένο
 | θα έχουμε  θεωρήσει θα έχουμε  θεωρημένο
 | θα έχω     θεωρηθεί θα είμαι   θεωρημένος, -η
 | θα έχουμε  θεωρηθεί θα είμαστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| θα έχεις θεωρήσει θα έχεις θεωρημένο
 | θα έχετε θεωρήσει θα έχετε θεωρημένο
 | θα έχεις θεωρηθεί θα είσαι θεωρημένος, -η
 | θα έχετε θεωρηθεί θα είστε θεωρημένοι, -η
 | 
| θα έχει  θεωρήσει θα έχει  θεωρημένο
 | θα έχουν θεωρήσει θα έχουν θεωρημένο
 | θα έχει  θεωρηθεί θα είναι θεωρημένος, -η, -ο
 | θα έχουν θεωρηθεί θα είναι θεωρημένοι, -ες, -α
 | 
| S U
 B
 J
 U
 N
 C
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | να θεωρώ | να θεωρούμε | να θεωρούμαι | να θεωρούμαστε | 
| να θεωρείς | να θεωρείτε | να θεωρείσαι | να θεωρείστε | 
| να θεωρεί | να θεωρούν(ε) | να θεωρείται | να θεωρούνται | 
| Aorist | να θεωρήσω | να θεωρήσουμε, να θεωρήσομε | να θεωρηθώ | να θεωρηθούμε | 
| να θεωρήσεις | να θεωρήσετε | να θεωρηθείς | να θεωρηθείτε | 
| να θεωρήσει | να θεωρήσουν(ε) | να θεωρηθεί | να θεωρηθούν(ε) | 
| Perf | να έχω     θεωρήσει να έχω     θεωρημένο
 | να έχουμε  θεωρήσει να έχουμε  θεωρημένο
 | να έχω     θεωρηθεί να είμαι   θεωρημένος, -η
 | να έχουμε  θεωρηθεί να είμαστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| να έχεις θεωρήσει να έχεις θεωρημένο
 | να έχετε θεωρήσει να έχετε θεωρημένο
 | να έχεις θεωρηθεί να είσαι θεωρημένος, -η
 | να έχετε θεωρηθεί να είστε θεωρημένοι, -ες
 | 
| να έχει  θεωρήσει να έχει  θεωρημένο
 | να έχουν θεωρήσει να έχουν θεωρημένο
 | να έχει  θεωρηθεί να είναι θεωρημένος, -η, -ο
 | να έχουν θεωρηθεί να είναι θεωρημένοι, -ες, -α
 | 
| Imper ative
 | Pres |  | θεωρείτε |  | θεωρείστε | 
| Aorist | θεώρησε | θεωρήστε, θεωρήσετε | θεωρήσου | θεωρηθείτε | 
| Part iciple
 | Pres | θεωρώντας | θεωρούμενος | 
| Perf | έχοντας θεωρήσει, έχοντας θεωρημένο | θεωρημένος, -η, -ο | θεωρημένοι, -ες, -α | 
| Infin | Aorist | θεωρήσει | θεωρηθεί |