ΣΥΣΚΕΥΑΖΩ
I package
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συσκευάζω συσκευάζουμε, συσκευάζομε συσκευάζομαι συσκευαζόμαστε
συσκευάζεις συσκευάζετε συσκευάζεσαι συσκευάζεστε, συσκευαζόσαστε
συσκευάζει συσκευάζουν(ε) συσκευάζεται συσκευάζονται
Imper
fect
συσκεύαζα συσκευάζαμε συσκευαζόμουν(α) συσκευαζόμαστε, συσκευαζόμασταν
συσκεύαζες συσκευάζατε συσκευαζόσουν(α) συσκευαζόσαστε, συσκευαζόσασταν
συσκεύαζε συσκεύαζαν, συσκευάζαν(ε) συσκευαζόταν(ε) συσκευάζονταν, συσκευαζόντανε, συσκευαζόντουσαν
Aorist συσκεύασα συσκευάσαμε συσκευάστηκα συσκευαστήκαμε
συσκεύασες συσκευάσατε συσκευάστηκες συσκευαστήκατε
συσκεύασε συσκεύασαν, συσκευάσαν(ε) συσκευάστηκε συσκευάστηκαν, συσκευαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω συσκευάσει
έχω συσκευασμένο
έχουμε συσκευάσει
έχουμε συσκευασμένο
έχω συσκευαστεί
είμαι συσκευασμένος, -η
έχουμε συσκευαστεί
είμαστε συσκευασμένοι, -ες
έχεις συσκευάσει
έχεις συσκευασμένο
έχετε συσκευάσει
έχετε συσκευασμένο
έχεις συσκευαστεί
είσαι συσκευασμένος, -η
έχετε συσκευαστεί
είστε συσκευασμένοι, -ες
έχει συσκευάσει
έχει συσκευασμένο
έχουν συσκευάσει
έχουν συσκευασμένο
έχει συσκευαστεί
είναι συσκευασμένος, -η, -ο
έχουν συσκευαστεί
είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα συσκευάσει
είχα συσκευασμένο
είχαμε συσκευάσει
είχαμε συσκευσμένο
είχα συσκευαστεί
ήμουν συσκευασμένος, -η
είχαμε συσκευαστεί
ήμαστε συσκευασμένοι, -ες
είχες συσκευάσει
είχες συσκευασμένο
είχατε συσκευάσει
είχατε συσκευασμένο
είχες συσκευαστεί
ήσουν συσκευασμένος, -η
είχατε συσκευαστεί
ήσαστε συσκευασμένοι, -ες
είχε συσκευάσει
είχε συσκευασμένο
είχαν συσκευάσει
είχαν συσκευασμένο
είχε συσκευαστεί
ήταν συσκευασμένος, -η, -ο
είχαν συσκευαστεί
ήταν συσκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα συσκευάζω θα συσκευάζουμε, θα συσκευάζομε θα συσκευάζομαι θα συσκευαζόμαστε
θα συσκευάζεις θα συσκευάζετε θα συσκευάζεσαι θα συσκευάζεστε, θα συσκευαζόσαστε
θα συσκευάζει θα συσκευάζουν(ε) θα συσκευάζεται θα συσκευάζονται
Simp
Fut
θα συσκευάσω θα συσκευάσουμε, θα συσκευάζομε θα συσκευαστώ θα συσκευαστούμε
θα συσκευάσεις θα συσκευάσετε θα συσκευαστείς θα συσκευαστείτε
θα συσκευάσει θα συσκευάσουν(ε) θα συσκευαστεί θα συσκευαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συσκευάσει
θα έχω συσκευασμένο
θα έχουμε συσκευάσει
θα έχουμε συσκευασμένο
θα έχω συσκευαστεί
θα είμαι συσκευασμένος, -η
θα έχουμε συσκευαστεί
θα είμαστε συσκευασμένοι, -ες
θα έχεις συσκευάσει
θα έχεις συσκευασμένο
θα έχετε συσκευάσει
θα έχετε συσκευασμένο
θα έχεις συσκευαστεί
θα είσαι συσκευασμένος, -η
θα έχετε συσκευάστει
θα είστε συσκευασμένοι, -ες
θα έχει συσκευάσει
θα έχει συσκευασμένο
θα έχουν συσκευάσει
θα έχουν συσκευασμένο
θα έχει συσκευαστεί
θα είναι συσκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν συσκευαστεί
θα είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συσκευάζω να συσκευάζουμε, να συσκευάζομε να συσκευάζομαι να συσκευαζόμαστε
να συσκευάζεις να συσκευάζετε να συσκευάζεσαι να συσκευάζεστε, να συσκευαζόσαστε
να συσκευάζει να συσκευάζουν(ε) να συσκευάζεται να συσκευάζονται
Aorist να συσκευάσω να συσκευάσουμε, να συσκευάσομε να συσκευαστώ να συσκευαστούμε
να συσκευάσεις να συσκευάσετε να συσκευαστείς να συσκευαστείτε
να συσκευάσει να συσκευάσουν(ε) να συσκευαστεί να συσκευαστούν(ε)
Perf να έχω συσκευάσει
να έχω συσκευασμένο
να έχουμε συσκευάσει
να έχουμε συσκευασμένο
να έχω συσκευαστεί
να είμαι συσκευασμένος, -η
να έχουμε συσκευαστεί
να είμαστε συσκευασμένοι, -ες
να έχεις συσκευάσει
να έχεις συσκευασμένο
να έχετε συσκευάσει
να έχετε συσκευασμένο
να έχεις συσκευαστεί
να είσαι συσκευασμένος, -η
να έχετε συσκευαστεί
να είστε συσκευασμένοι, -ες
να έχει συσκευάσει
να έχει συσκευασμένο
να έχουν συσκευάσει
να έχουν συσκευασμένο
να έχει συσκευαστεί
να είναι συσκευασμένος, -η, -ο
να έχουν συσκευαστεί
να είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres συσκεύαζε συσκευάζετε συσκευάζεστε
Aorist συσκεύασε συσκευάστε συσκευάσου συσκευαστείτε
Part
iciple
Pres συσκευάζοντας συσκευαζόμενος
Perf έχοντας συσκευάσει, έχοντας συσκευασμένο συσκευασμένος, -η, -ο συσκευασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist συσκευάσει συσκευαστεί