ΣΥΝΘΕΤΩ
I synthesize
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συνθέτω συνθέτουμε, συνθέτομε συντίθεμαι συντιθέμεθα
συνθέτεις συνθέτετε συντίθεσαι συντίθεσθε
συνθέτει συνθέτουν(ε) συντίθεται συντίθενται
Imper
fect
συνέθετα συνθέταμε
συνέθετες συνθέτατε
συνέθετε συνέθεταν, συνθέταν(ε) συνετίθετο συνετίθεντο
Aorist συνέθεσα, σύνθεσα συνθέσαμε συντέθηκα συντεθήκαμε
συνέθεσες, σύνθεσες συνθέσατε συντέθηκες συντεθήκατε
συνέθεσε, σύνθεσε συνέθεσαν, σύνθεσαν, συνθέσαν(ε) συντέθηκε συντέθηκαν, συντεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω συνθέσει έχουμε συνθέσει έχω συντεθεί
είμαι συντεθειμένος, -η
έχουμε συντεθεί
είμαστε συντεθειμένοι, -ες
έχεις συνθέσει έχετε συνθέσει έχεις συντεθεί
είσαι συντεθειμένος, -η
έχετε συντεθεί
είστε συντεθειμένοι, -ες
έχει συνθέσει έχουν συνθέσει έχει συντεθεί
είναι συντεθειμένος, -η, -ο
έχουν συντεθεί
είναι συντεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα συνθέσει είχαμε συνθέσει είχα συντεθεί
ήμουν συντεθειμένος, -η
είχαμε συντεθεί
ήμαστε συντεθειμένοι, -ες
είχες συνθέσει είχατε συνθέσει είχες συντεθεί
ήσουν συντεθειμένος, -η
είχατε συντεθεί
ήσαστε συντεθειμένοι, -ες
είχε συνθέσει είχαν συνθέσει είχε συντεθεί
ήταν συντεθειμένος, -η, -ο
είχαν συντεθεί
ήταν συντεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα συνθέτω θα συνθέτουμε, θα συνθέτομε θα συντίθεμαι θα συντιθέμεθα
θα συνθέτεις θα συνθέτετε θα συντίθεσαι θα συντίθεσθε
θα συνθέτει θα συνθέτουν(ε) θα συντίθεται θα συντίθενται
Simp
Fut
θα συνθέσω θα συνθέσουμε, θα συνθέσομε θα συντεθώ θα συντεθούμε
θα συνθέσεις θα συνθέσετε θα συντεθείς θα συντεθείτε
θα συνθέσει θα συνθέσουν(ε) θα συντεθεί θα συντεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συνθέσει θα έχουμε συνθέσει θα έχω συντεθεί
θα είμαι συντεθειμένος, -η
θα έχουμε συντεθεί
θα είμαστε συντεθειμένοι, -ες
θα έχεις συνθέσει θα έχετε συνθέσει θα έχεις συντεθεί
θα είσαι συντεθειμένος, -η
θα έχετε συντεθεί
θα είστε συντεθειμένοι, -ες
θα έχει συνθέσει θα έχουν συνθέσει θα έχει συντεθεί
θα είναι συντεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν συντεθεί
θα είναι συντεθειμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συνθέτω να συνθέτουμε, να συνθέτομε να συντίθεμαι να συντιθέμεθα
να συνθέτεις να συνθέτετε να συντίθεσαι να συντίθεσθε
να συνθέτει να συνθέτουν(ε) να συντίθεται να συντίθενται
Aorist να συνθέσω να συνθέσουμε, να συνθέσομε να συντεθώ να συντεθούμε
να συνθέσεις να συνθέσετε να συντεθείς να συντεθείτε
να συνθέσει να συνθέσουν(ε) να συντεθεί να συντεθούν(ε)
Perf να έχω συνθέσει να έχουμε συνθέσει να έχω συντεθεί
να είμαι συντεθειμένος, -η
να έχουμε συντεθεί
να είμαστε συντεθειμένοι, -ες
να έχεις συνθέσει να έχετε συνθέσει να έχεις συντεθεί
να είσαι συντεθειμένος, -η
να έχετε συντεθεί
να είστε συντεθειμένοι, -ες
να έχει συνθέσει να έχουν συνθέσει να έχει συντεθεί
να είναι συντεθειμένος, -η, -ο
να έχουν συντεθεί
να είναι συντεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres έκθετε συνθέτετε συντίθεσθε
Aorist έκθεσε συνθέσετε, συνθέστε συνθέσου συντεθείτε
Part
iciple
Pres συνθέτοντας
Perf έχοντας συνθέσει συντεθειμένος, -η, -ο συντεθειμένοι, -ες, -α
Infin Aorist συνθέσει συντεθεί