ΣΤΡΩΝΩ
I spread
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
στρώνω στρώνουμε, στρώνομε στρώνομαι στρωνόμαστε
στρώνεις στρώνετε στρώνεσαι στρώνεστε, στρωνόσαστε
στρώνει στρώνουν(ε) στρώνεται στρώνονται
Imper
fect
έστρωνα στρώναμε στρωνόμουν(α) στρωνόμαστε, στρωνόμασταν
έστρωνες στρώνατε στρωνόσουν(α) στρωνόσαστε, στρωνόσασταν
έστρωνε έστρωναν, στρώναν(ε) στρωνόταν(ε) στρώνονταν, στρωνόντανε, στρωνόντουσαν
Aorist έστρωσα στρώσαμε στρώθηκα στρωθήκαμε
έστρωσες στρώσατε στρώθηκες στρωθήκατε
έστρωσε έστρωσαν, στρώσαν(ε) στρώθηκε στρώθηκαν, στρωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω στρώσει
έχω στρωμένο
έχουμε στρώσει
έχουμε στρωμένο
έχω στρωθεί
είμαι στρωμένος, -η
έχουμε στρωθεί
είμαστε στρωμένοι, -ες
έχεις στρώσει
έχεις στρωμένο
έχετε στρώσει
έχετε στρωμένο
έχεις στρωθεί
είσαι στρωμένος, -η
έχετε στρωθεί
είστε στρωμένοι, -ες
έχει στρώσει
έχει στρωμένο
έχουν στρώσει
έχουν στρωμένο
έχει στρωθεί
είναι στρωμένος, -η, -ο
έχουν στρωθεί
είναι στρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα στρώσει
είχα στρωμένο
είχαμε στρώσει
είχαμε στρωμένο
είχα στρωθεί
ήμουν στρωμένος, -η
είχαμε στρωθεί
ήμαστε στρωμένοι, -ες
είχες στρώσει
είχες στρωμένο
είχατε στρώσει
είχατε στρωμένο
είχες στρωθεί
ήσουν στρωμένος, -η
είχατε στρωθεί
ήσαστε στρωμένοι, -ες
είχε στρώσει
είχε στρωμένο
είχαν στρώσει
είχαν στρωμένο
είχε στρωθεί
ήταν στρωμένος, -η, -ο
είχαν στρωθεί
ήταν στρωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα στρώνω θα στρώνουμε, θα στρώνομε θα στρώνομαι θα στρωνόμαστε
θα στρώνεις θα στρώνετε θα στρώνεσαι θα στρώνεστε, θα στρωνόσαστε
θα στρώνει θα στρώνουν(ε) θα στρώνεται θα στρώνονται
Simp
Fut
θα στρώσω θα στρώσουμε, θα στρώσομε θα στρωθώ θα στρωθούμε
θα στρώσεις θα στρώσετε θα στρωθείς θα στρωθείτε
θα στρώσει θα στρώσουν θα στρωθεί θα στρωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω στρώσει
θα έχω στρωμένο
θα έχουμε στρώσει
θα έχουμε στρωμένο
θα έχω στρωθεί
θα είμαι στρωμένος, -η
θα έχουμε στρωθεί
θα είμαστε στρωμένοι, -ες
θα έχεις στρώσει
θα έχεις στρωμένο
θα έχετε στρώσει
θα έχετε στρωμένο
θα έχεις στρωθεί
θα είσαι στρωμένος, -η
θα έχετε στρωθεί
θα είστε στρωμένοι, -ες
θα έχει στρώσει
θα έχει στρωμένο
θα έχουν στρώσει
θα έχουν στρωμένο
θα έχει στρωθεί
θα είναι στρωμένος, -η, -ο
θα έχουν στρωθεί
θα είναι στρωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να στρώνω να στρώνουμε, να στρώνομε να στρώνομαι να στρωνόμαστε
να στρώνεις να στρώνετε να στρώνεσαι να στρώνεστε, να στρωνόσαστε
να στρώνει να στρώνουν(ε) να στρώνεται να στρώνονται
Aorist να στρώσω να στρώσουμε, να στρώσομε να στρωθώ να στρωθούμε
να στρώσεις να στρώσετε να στρωθείς να στρωθείτε
να στρώσει να στρώσουν(ε) να στρωθεί να στρωθούν(ε)
Perf να έχω στρώσει
να έχω στρωμένο
να έχουμε στρώσει
να έχουμε στρωμένο
να έχω στρωθεί
να είμαι στρωμένος, -η
να έχουμε στρωθεί
να είμαστε στρωμένοι, -ες
να έχεις στρώσει
να έχεις στρωμένο
να έχετε στρώσει
να έχετε στρωμένο
να έχεις στρωθεί
να είσαι στρωμένος, -η
να έχετε στρωθεί
να είστε στρωμένοι, -ες
να έχει στρώσει
να έχει στρωμένο
να έχουν στρώσει
να έχουν στρωμένο
να έχει στρωθεί
να είναι στρωμένος, -η, -ο
να έχουν στρωθεί
να είναι στρωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres στρώνε στρώνετε στρώνεστε
Aorist στρώσε στρώστε, στρώσετε στρώσου στρωθείτε
Part
iciple
Pres στρώνοντας
Perf έχοντας στρώσει, έχοντας στρωμένο στρωμένος, -η, -ο στρωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist στρώσει στρωθεί