ΣΤΕΝΟΧΩΡΩ
I upset
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
στενοχωρώ, στεναχωρώ στενοχωρούμε, στεναχωρούμε στενοχωρούμαι στενοχωρούμαστε
στενοχωρείς, στεναχωρείς στενοχωρείτε, στεναχωρείτε στενοχωρείσαι στενοχωρείστε
στενοχωρεί, στεναχωρεί στενοχωρούν(ε), στεναχωρούν(ε) στενοχωρείται στενοχωρούνται
Imper
fect
στενοχωρούσα, στεναχωρούσα στενοχωρούσαμε, στεναχωρούσαμε στενοχωρούμουν στενοχωρούμαστε
στενοχωρούσες, στεναχωρούσες στενοχωρούσατε, στεναχωρούσατε
στενοχωρούσε, στεναχωρούσε στενοχωρούσαν(ε), στεναχωρούσαν(ε) στενοχωρούνταν, στενοχωρείτο στενοχωρούνταν, στενοχωρούντο
Aorist στενοχώρησα, στεναχώρησα στενοχωρήσαμε, στεναχωρήσαμε στενοχωρήθηκα στενοχωρηθήκαμε
στενοχώρησες, στεναχώρησες στενοχωρήσατε, στεναχωρήσατε στενοχωρήθηκες στενοχωρηθήκατε
στενοχώρησε, στεναχώρησε στενοχώρησαν, στενοχωρήσαν(ε), στεναχώρησαν, στεναχωρήσαν(ε) στενοχωρήθηκε στενοχωρήθηκαν, στενοχωρηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω στενοχωρήσει
έχω στενοχωρημένο
έχουμε στενοχωρήσει
έχουμε στενοχωρημένο
έχω στενοχωρηθεί
είμαι στενοχωρημένος, -η
έχουμε στενοχωρηθεί
είμαστε στενοχωρημένοι, -ες
έχεις στενοχωρήσει
έχεις στενοχωρημένο
έχετε στενοχωρήσει
έχετε στενοχωρημένο
έχεις στενοχωρηθεί
είσαι στενοχωρημένος, -η
έχετε στενοχωρηθεί
είστε στενοχωρημένοι, -ες
έχει στενοχωρήσει
έχει στενοχωρημένο
έχουν στενοχωρήσει
έχουν στενοχωρημένο
έχει στενοχωρηθεί
είναι στενοχωρημένος, -η, -ο
έχουν στενοχωρηθεί
είναι στενοχωρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα στενοχωρήσει
είχα στενοχωρημένο
είχαμε στενοχωρήσει
είχαμε στενοχωρημένο
είχα στενοχωρηθεί
ήμουν στενοχωρημένος, -η
είχαμε στενοχωρηθεί
ήμαστε στενοχωρημένοι, -ες
είχες στενοχωρήσει
είχες στενοχωρημένο
είχατε στενοχωρήσει
είχατε στενοχωρημένο
είχες στενοχωρηθεί
ήσουν στενοχωρημένος, -η
είχατε στενοχωρηθεί
ήσαστε στενοχωρημένοι, -ες
είχε στενοχωρήσει
είχε στενοχωρημένο
είχαν στενοχωρήσει
είχαν στενοχωρημένο
είχε στενοχωρηθεί
ήταν στενοχωρημένος, -η, -ο
είχαν στενοχωρηθεί
ήταν στενοχωρημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα στενοχωρώ θα στενοχωρούμε θα στενοχωρούμαι θα στενοχωρούμαστε
θα στενοχωρείς θα στενοχωρείτε θα στενοχωρείσαι θα στενοχωρείστε
θα στενοχωρεί θα στενοχωρούν(ε) θα στενοχωρείται θα στενοχωρούνται
Simp
Fut
θα στενοχωρήσω θα στενοχωρήσουμε θα στενοχωρηθώ θα στενοχωρηθούμε
θα στενοχωρήσεις θα στενοχωρήσετε θα στενοχωρηθείς θα στενοχωρηθείτε
θα στενοχωρήσει θα στενοχωρήσουν(ε) θα στενοχωρηθεί θα στενοχωρηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω στενοχωρήσει
θα έχω στενοχωρημένο
θα έχουμε στενοχωρήσει
θα έχουμε στενοχωρημένο
θα έχω στενοχωρηθεί
θα είμαι στενοχωρημένος, -η
θα έχουμε στενοχωρηθεί
θα είμαστε στενοχωρημένοι, -ες
θα έχεις στενοχωρήσει
θα έχεις στενοχωρημένο
θα έχετε στενοχωρήσει
θα έχετε στενοχωρημένο
θα έχεις στενοχωρηθεί
θα είσαι στενοχωρημένος, -η
θα έχετε στενοχωρηθεί
θα είστε στενοχωρημένοι, -η
θα έχει στενοχωρήσει
θα έχει στενοχωρημένο
θα έχουν στενοχωρήσει
θα έχουν στενοχωρημένο
θα έχει στενοχωρηθεί
θα είναι στενοχωρημένος, -η, -ο
θα έχουν στενοχωρηθεί
θα είναι στενοχωρημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να στενοχωρώ να στενοχωρούμε να στενοχωρούμαι να στενοχωρούμαστε
να στενοχωρείς να στενοχωρείτε να στενοχωρείσαι να στενοχωρείστε
να στενοχωρεί να στενοχωρούν(ε) να στενοχωρείται να στενοχωρούνται
Aorist να στενοχωρήσω να στενοχωρήσουμε, να στενοχωρήσομε να στενοχωρηθώ να στενοχωρηθούμε
να στενοχωρήσεις να στενοχωρήσετε να στενοχωρηθείς να στενοχωρηθείτε
να στενοχωρήσει να στενοχωρήσουν(ε) να στενοχωρηθεί να στενοχωρηθούν(ε)
Perf να έχω στενοχωρήσει
να έχω στενοχωρημένο
να έχουμε στενοχωρήσει
να έχουμε στενοχωρημένο
να έχω στενοχωρηθεί
να είμαι στενοχωρημένος, -η
να έχουμε στενοχωρηθεί
να είμαστε στενοχωρημένοι, -ες
να έχεις στενοχωρήσει
να έχεις στενοχωρημένο
να έχετε στενοχωρήσει
να έχετε στενοχωρημένο
να έχεις στενοχωρηθεί
να είσαι στενοχωρημένος, -η
να έχετε στενοχωρηθεί
να είστε στενοχωρημένοι, -ες
να έχει στενοχωρήσει
να έχει στενοχωρημένο
να έχουν στενοχωρήσει
να έχουν στενοχωρημένο
να έχει στενοχωρηθεί
να είναι στενοχωρημένος, -η, -ο
να έχουν στενοχωρηθεί
να είναι στενοχωρημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres στενοχωρείτε στενοχωρείστε
Aorist στενοχώρησε στενοχωρήστε, στενοχωρήσετε στενοχωρήσου στενοχωρηθείτε
Part
iciple
Pres στενοχωρώντας στενοχωρούμενος
Perf έχοντας στενοχωρήσει, έχοντας στενοχωρημένο στενοχωρημένος, -η, -ο στενοχωρημένοι, -ες, -α
Infin Aorist στενοχωρήσει στενοχωρηθεί