ΣΩΖΩ
I save
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σώζω σώζουμε, σώζομε σώζομαι σωζόμαστε
σώζεις σώζετε σώζεσαι σώζεστε, σωζόσαστε
σώζει σώζουν(ε) σώζεται σώζονται
Imper
fect
έσωζα σώζαμε σωζόμουν(α) σωζόμαστε, σωζόμασταν
έσωζες σώζατε σωζόσουν(α) σωζόσαστε, σωζόσασταν
έσωζε έσωζαν, σώζαν(ε) σωζόταν(ε) σώζονταν, σωζόντανε, σωζόντουσαν
Aorist έσωσα σώσαμε σώθηκα σωθήκαμε
έσωσες σώσατε σώθηκες σωθήκατε
έσωσε έσωσαν, σώσαν(ε) σώθηκε σώθηκαν, σωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω σώσει
έχω σωσμένο
έχουμε σώσει
έχουμε σωσμένο
έχω σωθεί
είμαι σωσμένος, -η
έχουμε σωθεί
είμαστε σωσμένοι, -ες
έχεις σώσει
έχεις σωσμένο
έχετε σώσει
έχετε σωσμένο
έχεις σωθεί
είσαι σωσμένος, -η
έχετε σωθεί
είστε σωσμένοι, -ες
έχει σώσει
έχει σωσμένο
έχουν σώσει
έχουν σωσμένο
έχει σωθεί
είναι σωσμένος, -η, -ο
έχουν σωθεί
είναι σωσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σώσει
είχα σωσμένο
είχαμε σώσει
είχαμε σωσμένο
είχα σωθεί
ήμουν σωσμένος, -η
είχαμε σωθεί
ήμαστε σωσμένοι, -ες
είχες σώσει
είχες σωσμένο
είχατε σώσει
είχατε σωσμένο
είχες σωθεί
ήσουν σωσμένος, -η
είχατε σωθεί
ήσαστε σωσμένοι, -ες
είχε σώσει
είχε σωσμένο
είχαν σώσει
είχαν σωσμένο
είχε σωθεί
ήταν σωσμένος, -η, -ο
είχαν σωθεί
ήταν σωσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σώζω θα σώζουμε, θα σώζομε θα σώζομαι θα σωζόμαστε
θα σώζεις θα σώζετε θα σώζεσαι θα σώζεστε, θα σωζόσαστε
θα σώζει θα σώζουν(ε) θα σώζεται θα σώζονται
Simp
Fut
θα σώσω θα σώσουμε, θα σώσομε θα σωθώ θα σωθούμε
θα σώσεις θα σώσετε θα σωθείς θα σωθείτε
θα σώσει θα σώσουν θα σωθεί θα σωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σώσει
θα έχω σωσμένο
θα έχουμε σώσει
θα έχουμε σωσμένο
θα έχω σωθεί
θα είμαι σωσμένος, -η
θα έχουμε σωθεί
θα είμαστε σωσμένοι, -ες
θα έχεις σώσει
θα έχεις σωσμένο
θα έχετε σώσει
θα έχετε σωσμένο
θα έχεις σωθεί
θα είσαι σωσμένος, -η
θα έχετε σωθεί
θα είστε σωσμένοι, -ες
θα έχει σώσει
θα έχει σωσμένο
θα έχουν σώσει
θα έχουν σωσμένο
θα έχει σωθεί
θα είναι σωσμένος, -η, -ο
θα έχουν σωθεί
θα είναι σωσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σώζω να σώζουμε, να σώζομε να σώζομαι να σωζόμαστε
να σώζεις να σώζετε να σώζεσαι να σώζεστε, να σωζόσαστε
να σώζει να σώζουν(ε) να σώζεται να σώζονται
Aorist να σώσω να σώσουμε, να σώσομε να σωθώ να σωθούμε
να σώσεις να σώσετε να σωθείς να σωθείτε
να σώσει να σώσουν(ε) να σωθεί να σωθούν(ε)
Perf να έχω σώσει
να έχω σωσμένο
να έχουμε σώσει
να έχουμε σωσμένο
να έχω σωθεί
να είμαι σωσμένος, -η
να έχουμε σωθεί
να είμαστε σωσμένοι, -ες
να έχεις σώσει
να έχεις σωσμένο
να έχετε σώσει
να έχετε σωσμένο
να έχεις σωθεί
να είσαι σωσμένος, -η
να έχετε σωθεί
να είστε σωσμένοι, -ες
να έχει σώσει
να έχει σωσμένο
να έχουν σώσει
να έχουν σωσμένο
να έχει σωθεί
να είναι σωσμένος, -η, -ο
να έχουν σωθεί
να είναι σωσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σώζε σώζετε σώζεστε
Aorist σώσε σώστε, σώσετε σώσου σωθείτε
Part
iciple
Pres σώζοντας
Perf έχοντας σώσει, έχοντας σωσμένο σωσμένος, -η, -ο σωσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σώσει σωθεί