ΣΚΟΥΝΤΑΩ
I shove
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκουντάω, σκουντώ σκουντάμε, σκουντούμε
σκουντάς σκουντάτε
σκουντάει, σκουντά σκουντάν(ε), σκουντούν(ε)
Imper
fect
σκουντούσα, σκούνταγα σκουντούσαμε, σκουντάγαμε
σκουντούσες, σκούνταγες σκουντούσατε, σκουντάγατε
σκουντούσε, σκούνταγε σκουντούσαν(ε), σκούνταγαν, σκουντάγανε
Aorist σκούντησα σκουντήσαμε
σκούντησες σκουντήσατε
σκούντησε σκούντησαν, σκουντήσαν(ε)
Perf
ect
έχω σκουντήσει έχουμε σκουντήσει
έχεις σκουντήσει έχετε σκουντήσει
έχει σκουντήσει έχουν σκουντήσει
Plu
perf
ect
είχα σκουντήσει είχαμε σκουντήσει
είχες σκουντήσει είχατε σκουντήσει
είχε σκουντήσει είχαν σκουντήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκουντάω, θα σκουντώ θα σκουντάμε, θα σκουντούμε
θα σκουντάς θα σκουντάτε
θα σκουντάει, θα σκουντά θα σκουντάν(ε), θα σκουντούν(ε)
Simp
Fut
θα σκουντήσω θα σκουντήσουμε, θα σκουντήσομε
θα σκουντήσεις θα σκουντήσετε
θα σκουντήσει θα σκουντήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκουντήσει θα έχουμε σκουντήσει
θα έχεις σκουντήσει θα έχετε σκουντήσει
θα έχει σκουντήσει θα έχουν σκουντήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκουντάω, να σκουντώ να σκουντάμε, να σκουντούμε
να σκουντάς να σκουντάτε
να σκουντάει, να σκουντά να σκουντάν(ε), να σκουντούν(ε)
Aorist να σκουντήσω να σκουντήσουμε, να σκουντήσομε
να σκουντήσεις να σκουντήσετε
να σκουντήσει να σκουντήσουν(ε)
Perf να έχω σκουντήσει να έχουμε σκουντήσει
να έχεις σκουντήσει να έχετε σκουντήσει
να έχει σκουντήσει να έχουν σκουντήσει
Imper
ative
Pres σκούντα, σκούνταγε σκουντάτε
Aorist σκούντησε, σκούντα σκουντήστε
Part
iciple
Pres σκουντώντας
Perf έχοντας σκουντήσει
Infin Aorist σκουντήσει