ΣΚΕΠΑΖΩ
I cover
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκεπάζω σκεπάζουμε, σκεπάζομε σκεπάζομαι σκεπαζόμαστε
σκεπάζεις σκεπάζετε σκεπάζεσαι σκεπάζεστε, σκεπαζόσαστε
σκεπάζει σκεπάζουν(ε) σκεπάζεται σκεπάζονται
Imper
fect
σκέπαζα σκεπάζαμε σκεπαζόμουν(α) σκεπαζόμαστε, σκεπαζόμασταν
σκέπαζες σκεπάζατε σκεπαζόσουν(α) σκεπαζόσαστε, σκεπαζόσασταν
σκέπαζε σκέπαζαν, σκεπάζαν(ε) σκεπαζόταν(ε) σκεπάζονταν, σκεπαζόντανε, σκεπαζόντουσαν
Aorist σκέπασα σκεπάσαμε σκεπάστηκα σκεπαστήκαμε
σκέπασες σκεπάσατε σκεπάστηκες σκεπαστήκατε
σκέπασε σκέπασαν, σκεπάσαν(ε) σκεπάστηκε σκεπάστηκαν, σκεπαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σκεπάσει
έχω σκεπασμένο
έχουμε σκεπάσει
έχουμε σκεπασμένο
έχω σκεπαστεί
είμαι σκεπασμένος, -η
έχουμε σκεπαστεί
είμαστε σκεπασμένοι, -ες
έχεις σκεπάσει
έχεις σκεπασμένο
έχετε σκεπάσει
έχετε σκεπασμένο
έχεις σκεπαστεί
είσαι σκεπασμένος, -η
έχετε σκεπαστεί
είστε σκεπασμένοι, -ες
έχει σκεπάσει
έχει σκεπασμένο
έχουν σκεπάσει
έχουν σκεπασμένο
έχει σκεπαστεί
είναι σκεπασμένος, -η, -ο
έχουν σκεπαστεί
είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σκεπάσει
είχα σκεπασμένο
είχαμε σκεπάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σκεπαστεί
ήμουν σκεπασμένος, -η
είχαμε σκεπαστεί
ήμαστε σκεπασμένοι, -ες
είχες σκεπάσει
είχες σκεπασμένο
είχατε σκεπάσει
είχατε σκεπασμένο
είχες σκεπαστεί
ήσουν σκεπασμένος, -η
είχατε σκεπαστεί
ήσαστε σκεπασμένοι, -ες
είχε σκεπάσει
είχε σκεπασμένο
είχαν σκεπάσει
είχαν σκεπασμένο
είχε σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένος, -η, -ο
είχαν σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκεπάζω θα σκεπάζουμε, θα σκεπάζομε θα σκεπάζομαι θα σκεπαζόμαστε
θα σκεπάζεις θα σκεπάζετε θα σκεπάζεσαι θα σκεπάζεστε, θα σκεπαζόσαστε
θα σκεπάζει θα σκεπάζουν(ε) θα σκεπάζεται θα σκεπάζονται
Simp
Fut
θα σκεπάσω θα σκεπάσουμε, θα σκεπάζομε θα σκεπαστώ θα σκεπαστούμε
θα σκεπάσεις θα σκεπάσετε θα σκεπαστείς θα σκεπαστείτε
θα σκεπάσει θα σκεπάσουν(ε) θα σκεπαστεί θα σκεπαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκεπάσει
θα έχω σκεπασμένο
θα έχουμε σκεπάσει
θα έχουμε σκεπασμένο
θα έχω σκεπαστεί
θα είμαι σκεπασμένος, -η
θα έχουμε σκεπαστεί
θα είμαστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχεις σκεπάσει
θα έχεις σκεπασμένο
θα έχετε σκεπάσει
θα έχετε σκεπασμένο
θα έχεις σκεπαστεί
θα είσαι σκεπασμένος, -η
θα έχετε σκεπαστεί
θα είστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχει σκεπάσει
θα έχει σκεπασμένο
θα έχουν σκεπάσει
θα έχουν σκεπασμένο
θα έχει σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκεπάζω να σκεπάζουμε, να σκεπάζομε να σκεπάζομαι να σκεπαζόμαστε
να σκεπάζεις να σκεπάζετε να σκεπάζεσαι να σκεπάζεστε, να σκεπαζόσαστε
να σκεπάζει να σκεπάζουν(ε) να σκεπάζεται να σκεπάζονται
Aorist να σκεπάσω να σκεπάσουμε, να σκεπάσομε να σκεπαστώ να σκεπαστούμε
να σκεπάσεις να σκεπάσετε να σκεπαστείς να σκεπαστείτε
να σκεπάσει να σκεπάσουν(ε) να σκεπαστεί να σκεπαστούν(ε)
Perf να έχω σκεπάσει
να έχω σκεπασμένο
να έχουμε σκεπάσει
να έχουμε σκεπασμένο
να έχω σκεπαστεί
να είμαι σκεπασμένος, -η
να έχουμε σκεπαστεί
να είμαστε σκεπασμένοι, -ες
να έχεις σκεπάσει
να έχεις σκεπασμένο
να έχετε σκεπάσει
να έχετε σκεπασμένο
να έχεις σκεπαστεί
να είσαι σκεπασμένος, -η
να έχετε σκεπαστεί
να είστε σκεπασμένοι, -ες
να έχει σκεπάσει
να έχει σκεπασμένο
να έχουν σκεπάσει
να έχουν σκεπασμένο
να έχει σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένος, -η, -ο
να έχουν σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σκέπαζε σκεπάζετε σκεπάζεστε
Aorist σκέπασε σκεπάστε σκεπάσου σκεπαστείτε
Part
iciple
Pres σκεπάζοντας σκεπαζόμενος
Perf έχοντας σκεπάσει, έχοντας σκεπασμένο σκεπασμένος, -η, -ο σκεπασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σκεπάσει σκεπαστεί