ΣΥΓΓΡΑΦΩ I write |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συγγράφω |
συγγράφουμε, συγγράφομε |
συγγράφομαι |
συγγραφόμαστε |
συγγράφεις |
συγγράφετε |
συγγράφεσαι |
συγγράφεστε, συγγραφόσαστε |
συγγράφει |
συγγράφουν(ε) |
συγγράφεται |
συγγράφονται |
Imper fect |
συνέγραφα |
συγγράφαμε |
συγγραφόμουν(α) |
συγγραφόμαστε, συγγραφόμασταν |
συνέγραφες |
συγγράφατε |
συγγραφόσουν(α) |
συγγραφόσαστε, συγγραφόσασταν |
συνέγραφε |
συνέγραφαν, συγγράφαν(ε) |
συγγραφόταν(ε) |
συγγράφονταν, συγγραφόντανε, συγγραφόντουσαν |
Aorist |
συνέγραψα |
συγγράψαμε |
συγγράφηκα |
συγγραφήκαμε |
συνέγραψες |
συγγράψατε |
συγγράφηκες |
συγγραφήκατε |
συνέγραψε |
συνέγραψαν, συγγράψαν(ε) |
συγγράφηκε |
συγγράφηκαν, συγγραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω συγγράψει
έχω συγγεγραμμένο |
έχουμε συγγράψει
έχουμε συγγεγραμμένο |
έχω συγγραφεί
είμαι συγγεγραμμένος, -η |
έχουμε συγγραφεί
είμαστε συγγεγραμμένοι, -ες |
έχεις συγγράψει
έχεις συγγεγραμμένο |
έχετε συγγράψει
έχετε συγγεγραμμένο |
έχεις συγγραφεί
είσαι συγγεγραμμένος, -η |
έχετε συγγραφεί
είστε συγγεγραμμένοι, -ες |
έχει συγγράψει
έχει συγγεγραμμένο |
έχουν συγγράψει
έχουν συγγεγραμμένο |
έχει συγγραφεί
είναι συγγεγραμμένος, -η, -ο |
έχουν συγγραφεί
είναι συγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα συγγράψει
είχα συγγεγραμμένο |
είχαμε συγγράψει
είχαμε συγγεγραμμένο |
είχα συγγραφεί
ήμουν συγγεγραμμένος, -η |
είχαμε συγγραφεί
ήμαστε συγγεγραμμένοι, -ες |
είχες συγγράψει
είχες συγγεγραμμένο |
είχατε συγγράψει
είχατε συγγεγραμμένο |
είχες συγγραφεί
ήσουν συγγεγραμμένος, -η |
είχατε συγγραφεί
ήσαστε συγγεγραμμένοι, -ες |
είχε συγγράψει
είχε συγγεγραμμένο |
είχαν συγγράψει
είχαν συγγεγραμμένο |
είχε συγγραφεί
ήταν συγγεγραμμένος, -η, -ο |
είχαν συγγραφεί
ήταν συγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα συγγράφω |
θα συγγράφουμε, θα συγγράφομε |
θα συγγράφομαι |
θα συγγραφόμαστε |
θα συγγράφεις |
θα συγγράφετε |
θα συγγράφεσαι |
θα συγγράφεστε, θα συγγραφόσαστε |
θα συγγράφει |
θα συγγράφουν(ε) |
θα συγγράφεται |
θα συγγράφονται |
Simp Fut |
θα συγγράψω |
θα συγγράψουμε, θα συγγράψομε |
θα συγγραφώ |
θα συγγραφούμε |
θα συγγράψεις |
θα συγγράψετε |
θα συγγραφείς |
θα συγγραφείτε |
θα συγγράψει |
θα συγγράψουν(ε) |
θα συγγραφεί |
θα συγγραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω συγγράψει
θα έχω συγγεγραμμένο |
θα έχουμε συγγράψει
θα έχουμε συγγεγραμμένο |
θα έχω συγγραφεί
θα είμαι συγγεγραμμένος, -η |
θα έχουμε συγγραφεί
θα είμαστε συγγεγραμμένοι, -ες |
θα έχεις συγγράψει
θα έχεις συγγεγραμμένο |
θα έχετε συγγράψει
θα έχετε συγγεγραμμένο |
θα έχεις συγγραφεί
θα είσαι συγγεγραμμένος, -η |
θα έχετε συγγραφεί
θα είστε συγγεγραμμένοι, -ες |
θα έχει συγγράψει
θα έχει συγγεγραμμένο |
θα έχουν συγγράψει
θα έχουν συγγεγραμμένο |
θα έχει συγγραφεί
θα είναι συγγεγραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν συγγραφεί
θα είναι συγγεγραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συγγράφω |
να συγγράφουμε, να συγγράφομε |
να συγγράφομαι |
να συγγραφόμαστε |
να συγγράφεις |
να συγγράφετε |
να συγγράφεσαι |
να συγγράφεστε, να συγγραφόσαστε |
να συγγράφει |
να συγγράφουν(ε) |
να συγγράφεται |
να συγγράφονται |
Aorist |
να συγγράψω |
να συγγράψουμε, να συγγράψομε |
να συγγραφώ |
να συγγραφούμε |
να συγγράψεις |
να συγγράψετε |
να συγγραφεί |
να συγγραφείτε |
να συγγράψει |
να συγγράψουν(ε) |
να συγγραφεί |
να συγγραφούν(ε) |
Perf |
να έχω συγγράψει
να έχω συγγεγραμμένο |
να έχουμε συγγράψει
να έχουμε συγγεγραμμένο |
να έχω συγγραφεί
να είμαι συγγεγραμμένος, -η |
να έχουμε συγγραφεί
να είμαστε συγγεγραμμένοι, -ες |
να έχεις συγγράψει
να έχεις συγγεγραμμένο |
να έχετε συγγράψει
να έχετε συγγεγραμμένο |
να έχεις συγγραφεί
να είσαι συγγεγραμμένος, -η |
να έχετε συγγραφεί
να είστε συγγεγραμμένοι, -ες |
να έχει συγγράψει
να έχει συγγεγραμμένο |
να έχουν συγγράψει
να έχουν συγγεγραμμένο |
να έχει συγγραφεί
να είναι συγγεγραμμένος, -η, -ο |
να έχουν συγγραφεί
να είναι συγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
συνέγραφε |
συγγράφετε |
|
συγγράφεστε |
Aorist |
συνέγραψε |
συγγράψτε, συγγράφτε |
συγγράψου |
συγγραφείτε |
Part iciple |
Pres |
συγγράφοντας |
συγγραφόμενος |
Perf |
έχοντας συγγράψει, έχοντας συγγεγραμμένο |
συγγεγραμμένος, -η, -ο |
συγγεγραμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
συγγράψει |
συγγραφεί |