ΣΥΝΕΧΙΖΩ
I continue
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συνεχίζω συνεχίζουμε, συνεχίζομε συνεχίζομαι συνεχιζόμαστε
συνεχίζεις συνεχίζετε συνεχίζεσαι συνεχίζεστε, συνεχιζόσαστε
συνεχίζει συνεχίζουν(ε) συνεχίζεται συνεχίζονται
Imper
fect
συνέχιζα συνεχίζαμε συνεχιζόμουν(α) συνεχιζόμαστε, συνεχιζόμασταν
συνέχιζες συνεχίζατε συνεχιζόσουν(α) συνεχιζόσαστε, συνεχιζόσασταν
συνέχιζε συνέχιζαν, συνεχίζαν(ε) συνεχιζόταν(ε) συνεχίζονταν, συνεχιζόντανε, συνεχιζόντουσαν
Aorist συνέχισα συνεχίσαμε συνεχίστηκα συνεχιστήκαμε
συνέχισες συνεχίσατε συνεχίστηκες συνεχιστήκατε
συνέχισε συνέχισαν, συνεχίσαν(ε) συνεχίστηκε συνεχίστηκαν, συνεχιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω συνεχίσει έχουμε συνεχίσει έχω συνεχιστεί έχουμε συνεχιστεί
έχεις συνεχίσει έχετε συνεχίσει έχεις συνεχιστεί έχετε συνεχιστεί
έχει συνεχίσει έχουν συνεχίσει έχει συνεχιστεί έχουν συνεχιστεί
Plu
per
fect
είχα συνεχίσει είχαμε συνεχίσει είχα συνεχιστεί είχαμε συνεχιστεί
είχες συνεχίσει είχατε συνεχίσει είχες συνεχιστεί είχατε συνεχιστεί
είχε συνεχίσει είχαν συνεχίσει είχε συνεχιστεί είχαν συνεχιστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα συνεχίζω θα συνεχίζουμε, θα συνεχίζομε θα συνεχίζομαι θα συνεχιζόμαστε
θα συνεχίζεις θα συνεχίζετε θα συνεχίζεσαι θα συνεχίζεστε, θα συνεχιζόσαστε
θα συνεχίζει θα συνεχίζουν(ε) θα συνεχίζεται θα συνεχίζονται
Simp
Fut
θα συνεχίσω θα συνεχίσουμε, θα συνεχίζομε θα συνεχιστώ θα συνεχιστούμε
θα συνεχίσεις θα συνεχίσετε θα συνεχιστείς θα συνεχιστείτε
θα συνεχίσει θα συνεχίσουν(ε) θα συνεχιστεί θα συνεχιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συνεχίσει θα έχουμε συνεχίσει θα έχω συνεχιστεί θα έχουμε συνεχιστεί
θα έχεις συνεχίσει θα έχετε συνεχίσει θα έχεις συνεχιστεί θα έχετε συνεχιστεί
θα έχει συνεχίσει θα έχουν συνεχίσει θα έχει συνεχιστεί θα έχουν συνεχιστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συνεχίζω να συνεχίζουμε, να συνεχίζομε να συνεχίζομαι να συνεχιζόμαστε
να συνεχίζεις να συνεχίζετε να συνεχίζεσαι να συνεχίζεστε, να συνεχιζόσαστε
να συνεχίζει να συνεχίζουν(ε) να συνεχίζεται να συνεχίζονται
Aorist να συνεχίσω να συνεχίσουμε, να συνεχίσομε να συνεχιστώ να συνεχιστούμε
να συνεχίσεις να συνεχίσετε να συνεχιστείς να συνεχιστείτε
να συνεχίσει να συνεχίσουν(ε) να συνεχιστεί να συνεχιστούν(ε)
Perf να έχω συνεχίσει να έχουμε συνεχίσει να έχω συνεχιστεί να έχουμε συνεχιστεί
να έχεις συνεχίσει να έχετε συνεχίσει να έχεις συνεχιστεί να έχετε συνεχιστεί
να έχει συνεχίσει να έχουν συνεχίσει να έχει συνεχιστεί να έχουν συνεχιστεί
Imper
ative
Pres συνέχιζε συνεχίζετε συνεχίζεστε
Aorist συνέχισε συνεχίστε συνεχίσου συνεχιστείτε
Part
iciple
Pres συνεχίζοντας συνεχιζόμενος
Perf έχοντας συνεχίσει
Infin Aorist συνεχίσει συνεχιστεί