ΣΗΜΑΙΝΩ
I signify
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σημαίνω σημαίνουμε, σημαίνομε
σημαίνεις σημαίνετε
σημαίνει σημαίνουν(ε)
Imper
fect
σήμαινα σημαίναμε
σήμαινες σημαίνατε
σήμαινε σήμαιναν, σημαίναν(ε)
Aorist σήμανα σημάναμε
σήμανες σημάνατε
σήμανε σήμαναν, σημάναν(ε)
Per
fect
έχω σημάνει έχουμε σημάνει
έχεις σημάνει έχετε σημάνει
έχει σημάνει έχουν σημάνει
Plu
per
fect
είχα σημάνει είχαμε σημάνει
είχες σημάνει είχατε σημάνει
είχε σημάνει είχαν σημάνει
Fut
ure
Cont
inuous
θα σημαίνω θα σημαίνουμε, θα σημαίνομε
θα σημαίνεις θα σημαίνετε
θα σημαίνει θα σημαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα σημάνω θα σημάνουμε, θα σημάνομε
θα σημάνεις θα σημάνετε
θα σημάνει θα σημάνουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σημάνει θα έχουμε σημάνει
θα έχεις σημάνει θα έχετε σημάνει
θα έχει σημάνει θα έχουν σημάνει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σημαίνω να σημαίνουμε, να σημαίνομε
να σημαίνεις να σημαίνετε
να σημαίνει να σημαίνουν(ε)
Aorist να σημάνω να σημάνουμε, να σημάνομε
να σημάνεις να σημάνετε
να σημάνει να σημάνουν(ε)
Perf να έχω σημάνει να έχουμε σημάνει
να έχεις σημάνει να έχετε σημάνει
να έχει σημάνει να έχουν σημάνει
Imper
ative
Pres σήμαινε σημαίνετε
Aorist σήμανε σημάνετε
Part
iciple
Pres σημαίνοντας
Perf έχοντας σημάνει
Infin Aorist σημάνει