ΨΗΝΩ
I bake
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ψήνω ψήνουμε, ψήνομε ψήνομαι ψηνόμαστε
ψήνεις ψήνετε ψήνεσαι ψήνεστε, ψηνόσαστε
ψήνει ψήνουν(ε) ψήνεται ψήνονται
Imper
fect
έψηνα ψήναμε ψηνόμουν(α) ψηνόμαστε, ψηνόμασταν
έψηνες ψήνατε ψηνόσουν(α) ψηνόσαστε, ψηνόσασταν
έψηνε έψηναν, ψήναν(ε) ψηνόταν(ε) ψήνονταν, ψηνόντανε, ψηνόντουσαν
Aorist έψησα ψήσαμε ψήθηκα ψηθήκαμε
έψησες ψήσατε ψήθηκες ψηθήκατε
έψησε έψησαν, ψήσαν(ε) ψήθηκε ψήθηκαν, ψηθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ψήσει
έχω ψημένο
έχουμε ψήσει
έχουμε ψημένο
έχω ψηθεί
είμαι ψημένος, -η
έχουμε ψηθεί
είμαστε ψημένοι, -ες
έχεις ψήσει
έχεις ψημένο
έχετε ψήσει
έχετε ψημένο
έχεις ψηθεί
είσαι ψημένος, -η
έχετε ψηθεί
είστε ψημένοι, -ες
έχει ψήσει
έχει ψημένο
έχουν ψήσει
έχουν ψημένο
έχει ψηθεί
είναι ψημένος, -η, -ο
έχουν ψηθεί
είναι ψημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ψήσει
είχα ψημένο
είχαμε ψήσει
είχαμε ψημένο
είχα ψηθεί
ήμουν ψημένος, -η
είχαμε ψηθεί
ήμαστε ψημένοι, -ες
είχες ψήσει
είχες ψημένο
είχατε ψήσει
είχατε ψημένο
είχες ψηθεί
ήσουν ψημένος, -η
είχατε ψηθεί
ήσαστε ψημένοι, -ες
είχε ψήσει
είχε ψημένο
είχαν ψήσει
είχαν ψημένο
είχε ψηθεί
ήταν ψημένος, -η, -ο
είχαν ψηθεί
ήταν ψημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ψήνω θα ψήνουμε θα ψήνομαι θα ψηνόμαστε
θα ψήνεις θα ψήνετε θα ψήνεσαι θα ψήνεστε, θα ψηνόσαστε
θα ψήνει θα ψήνουν θα ψήνεται θα ψήνονται
Simp
Fut
θα ψήσω θα ψήσουμε θα ψηθώ θα ψηθούμε
θα ψήσεις θα ψήσετε θα ψηθείς θα ψηθείτε
θα ψήσει θα ψήσουν θα ψηθεί θα ψηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ψήσει
θα έχω ψημένο
θα έχουμε ψήσει
θα έχουμε ψημένο
θα έχω ψηθεί
θα είμαι ψημένος, -η
θα έχουμε ψηθεί
θα είμαστε ψημένοι, -ες
θα έχεις ψήσει
θα έχεις ψημένο
θα έχετε ψήσει
θα έχετε ψημένο
θα έχεις ψηθεί
θα είσαι ψημένος, -η
θα έχετε ψηθεί
θα είστε ψημένοι, -ες
θα έχει ψήσει
θα έχει ψημένο
θα έχουν ψήσει
θα έχουν ψημένο
θα έχει ψηθεί
θα είναι ψημένος, -η, -ο
θα έχουν ψηθεί
θα είναι ψημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ψήνω να ψήνουμε να ψήνομαι να ψηνόμαστε
να ψήνεις να ψήνετε να ψήνεσαι να ψήνεστε, να ψηνόσαστε
να ψήνει να ψήνουν να ψήνεται να ψήνονται
Aorist να ψήσω να ψήσουμε να ψηθώ να ψηθούμε
να ψήσεις να ψήσετε να ψηθείς να ψηθείτε
να ψήσει να ψήσουν να ψηθεί να ψηθούν(ε)
Perf να έχω ψήσει
να έχω ψημένο
να έχουμε ψήσει
να έχουμε ψημένο
να έχω ψηθεί
να είμαι ψημένος, -η
να έχουμε ψηθεί
να είμαστε ψημένοι, -ες
να έχεις ψήσει
να έχεις ψημένο
να έχετε ψήσει
να έχετε ψημένο
να έχεις ψηθεί
να είσαι ψημένος, -η
να έχετε ψηθεί
να είστε ψημένοι, -ες
να έχει ψήσει
να έχει ψημένο
να έχουν ψήσει
να έχουν ψημένο
να έχει ψηθεί
να είναι ψημένος, -η, -ο
να έχουν ψηθεί
να είναι ψημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ψήνε ψήνετε ψήνεστε
Aorist ψήσε ψήσετε, ψήστε ψήσου ψηθείτε
Part
iciple
Pres ψήνοντας
Perf έχοντας ψήσει, έχοντας ψημένο ψημένος, -η, -ο ψημένοι, -ες, -α
Infin Aorist ψήσει ψηθεί