ΨΑΡΕΥΩ
I fish
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ψαρεύω ψαρεύουμε, ψαρεύομε ψαρεύομαι ψαρευόμαστε
ψαρεύεις ψαρεύετε ψαρεύεσαι ψαρεύεστε, ψαρευόσαστε
ψαρεύει ψαρεύουν(ε) ψαρεύεται ψαρεύονται
Imper
fect
ψάρευα ψαρεύαμε ψαρευόμουν(α) ψαρευόμαστε, ψαρευόμασταν
ψάρευες ψαρεύατε ψαρευόσουν(α) ψαρευόσαστε, ψαρευόσασταν
ψάρευε ψάρευαν, ψαρεύαν(ε) ψαρευότανε ψαρεύονταν, ψαρευόντανε, ψαρευόντουσαν
Aorist ψάρεψα ψαρέψαμε ψαρεύτηκα ψαρευτήκαμε
ψάρεψες ψαρέψατε ψαρεύτηκες ψαρευτήκατε
ψάρεψε ψάρεψαν, ψαρέψαν(ε) ψαρεύτηκε ψαρεύτηκαν, ψαρευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω ψαρέψει έχουμε ψαρέψει έχω ψαρευτεί έχουμε ψαρευτεί
έχεις ψαρέψει έχετε ψαρέψει έχεις ψαρευτεί έχετε ψαρευτεί
έχει ψαρέψει έχουν ψαρέψει έχει ψαρευτεί έχουν ψαρευτεί
Plu
per
fect
είχα ψαρέψει είχαμε ψαρέψει είχα ψαρευτεί είχαμε ψαρευτεί
είχες ψαρέψει είχατε ψαρέψει είχες ψαρευτεί είχατε ψαρευτεί
είχε ψαρέψει είχαν ψαρέψει είχε ψαρευτεί είχαν ψαρευτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα ψαρεύω θα ψαρεύουμε, θα ψαρεύομε θα ψαρεύομαι θα ψαρευόμαστε
θα ψαρεύεις θα ψαρεύετε θα ψαρεύεσαι θα ψαρεύεστε, θα ψαρευόσαστε
θα ψαρεύει θα ψαρεύουν(ε) θα ψαρεύεται θα ψαρεύονται
Simp
Fut
θα ψαρέψω θα ψαρέψουμε, θα ψαρέψομε θα ψαρευτώ θα ψαρευτούμε
θα ψαρέψεις θα ψαρέψετε θα ψαρευτείς θα ψαρευτείτε
θα ψαρέψει θα ψαρέψουν(ε) θα ψαρευτεί θα ψαρευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ψαρέψει θα έχουμε ψαρέψει θα έχω ψαρευτεί θα έχουμε ψαρευτεί
θα έχεις ψαρέψει θα έχετε ψαρέψει θα έχεις ψαρευτεί θα έχετε ψαρευτεί
θα έχει ψαρέψει θα έχουν ψαρέψει θα έχει ψαρευτεί θα έχουν ψαρευτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ψαρεύω να ψαρεύουμε να ψαρεύομαι να ψαρευόμαστε
να ψαρεύεις να ψαρεύετε να ψαρεύεσαι να ψαρεύεστε, να ψαρευόσαστε
να ψαρεύει να ψαρεύουν να ψαρεύεται να ψαρεύονται
Aorist να ψαρέψω να ψαρέψουμε να ψαρευτώ να ψαρευτούμε
να ψαρέψεις να ψαρέψετε να ψαρευτείς να ψαρευτείτε
να ψαρέψει να ψαρέψουν να ψαρευτεί να ψαρευτούν(ε)
Perf να έχω ψαρέψει να έχουμε ψαρέψει να έχω ψαρευτεί να έχουμε ψαρευτεί
να έχεις ψαρέψει να έχετε ψαρέψει να έχεις ψαρευτεί να έχετε ψαρευτεί
να έχει ψαρέψει να έχουν ψαρέψει να έχει ψαρευτεί να έχουν ψαρευτεί
Imper
ative
Pres ψάρευε ψαρεύετε ψαρεύεστε
Aorist ψάρεψε ψαρέψτε, ψαρεύτε ψαρέψου ψαρευτείτε
Part
iciple
Pres ψαρεύοντας
Perf έχοντας ψαρέψει
Infin Aorist ψαρέψει ψαρευτεί