ΠΡΟΕΙΔΟ… I forewarn |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
προειδοποιώ |
προειδοποιούμε |
προειδοποιούμαι |
προειδοποιούμαστε, προειδοποιόμαστε |
| προειδοποιείς |
προειδοποιείτε |
προειδοποιείσαι |
προειδοποιείστε, προειδοποιόσαστε |
| προειδοποιεί |
προειδοποιούν(ε) |
προειδοποιείται |
προειδοποιούνται |
Imper fect |
προειδοποιούσα |
προειδοποιούσαμε |
προειδοποιούμουν
προειδοπιόμουν(α) |
προειδοποιούμαστε
προειδοποιόμαστε, προειδοποιόμασταν |
| προειδοποιούσες |
προειδοποιούσατε |
προειδοποιόσουν(α) |
προειδοποιόσαστε, προειδοποιόσασταν |
| προειδοποιούσε |
προειδοποιούσαν(ε) |
προειδοποιούνταν, προειδοποιείτο
προειδοποιόταν(ε) |
προειδοποιούνταν, προειδοποιούντο
προειδοποιόνταν(ε), προειδοποιόντουσαν |
| Aorist |
προειδοποίησα |
προειδοποιήσαμε |
προειδοποιήθηκα |
προειδοποιηθήκαμε |
| προειδοποίησες |
προειδοποιήσατε |
προειδοποιήθηκες |
προειδοποιηθήκατε |
| προειδοποίησε |
προειδοποίησαν, προειδοποιήσαν(ε) |
προειδοποιήθηκε |
προειδοποιήθηκαν, προειδοποιηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω προειδοποιήσει
έχω προειδοποιημένο |
έχουμε προειδοποιήσει
έχουμε προειδοποιημένο |
έχω προειδοποιηθεί
είμαι προειδοποιημένος, -η |
έχουμε προειδοποιηθεί
είμαστε προειδοποιημένοι, -ες |
έχεις προειδοποιήσει
έχεις προειδοποιημένο |
έχετε προειδοποιήσει
έχετε προειδοποιημένο |
έχεις προειδοποιηθεί
είσαι προειδοποιημένος, -η |
έχετε προειδοποιηθεί
είστε προειδοποιημένοι, -ες |
έχει προειδοποιήσει
έχει προειδοποιημένο |
έχουν προειδοποιήσει
έχουν προειδοποιημένο |
έχει προειδοποιηθεί
είναι προειδοποιημένος, -η, -ο |
έχουν προειδοποιηθεί
είναι προειδοποιημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα προειδοποιήσει
είχα προειδοποιημένο |
είχαμε προειδοποιήσει
είχαμε προειδοποιημένο |
είχα προειδοποιηθεί
ήμουν προειδοποιημένος, -η |
είχαμε προειδοποιηθεί
ήμαστε προειδοποιημένοι, -ες |
είχες προειδοποιήσει
είχες προειδοποιημένο |
είχατε προειδοποιήσει
είχατε προειδοποιημένο |
είχες προειδοποιηθεί
ήσουν προειδοποιημένος, -η |
είχατε προειδοποιηθεί
ήσαστε προειδοποιημένοι, -ες |
είχε προειδοποιήσει
είχε προειδοποιημένο |
είχαν προειδοποιήσει
είχαν προειδοποιημένο |
είχε προειδοποιηθεί
ήταν προειδοποιημένος, -η, -ο |
είχαν προειδοποιηθεί
ήταν προειδοποιημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα προειδοποιώ |
θα προειδοποιούμε |
θα προειδοποιούμαι |
θα προειδοποιούμαστε, θα προειδοποιόμαστε |
| θα προειδοποιείς |
θα προειδοποιείτε |
θα προειδοποιείσαι |
θα προειδοποιείστε, θα προειδοποιόσαστε |
| θα προειδοποιεί |
θα προειδοποιούν(ε) |
θα προειδοποιείται |
θα προειδοποιούνται |
Simp Fut |
θα προειδοποιήσω |
θα προειδοποιήσουμε |
θα προειδοποιηθώ |
θα προειδοποιηθούμε |
| θα προειδοποιήσεις |
θα προειδοποιήσετε |
θα προειδοποιηθείς |
θα προειδοποιηθείτε |
| θα προειδοποιήσει |
θα προειδοποιήσουν(ε) |
θα προειδοποιηθεί |
θα προειδοποιηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω προειδοποιήσει
θα έχω προειδοποιημένο |
θα έχουμε προειδοποιήσει
θα έχουμε προειδοποιημένο |
θα έχω προειδοποιηθεί
θα είμαι προειδοποιημένος, -η |
θα έχουμε προειδοποιηθεί
θα είμαστε προειδοποιημένοι, -ες |
θα έχεις προειδοποιήσει
θα έχεις προειδοποιημένο |
θα έχετε προειδοποιήσει
θα έχετε προειδοποιημένο |
θα έχεις προειδοποιηθεί
θα είσαι προειδοποιημένος, -η |
θα έχετε προειδοποιηθεί
θα είστε προειδοποιημένοι, -η |
θα έχει προειδοποιήσει
θα έχει προειδοποιημένο |
θα έχουν προειδοποιήσει
θα έχουν προειδοποιημένο |
θα έχει προειδοποιηθεί
θα είναι προειδοποιημένος, -η, -ο |
θα έχουν προειδοποιηθεί
θα είναι προειδοποιημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να προειδοποιώ |
να προειδοποιούμε |
να προειδοποιούμαι |
να προειδοποιούμαστε, να προειδοποιόμαστε |
| να προειδοποιείς |
να προειδοποιείτε |
να προειδοποιείσαι |
να προειδοποιείστε, να προειδοποιόσαστε |
| να προειδοποιεί |
να προειδοποιούν(ε) |
να προειδοποιείται |
να προειδοποιούνται |
| Aorist |
να προειδοποιήσω |
να προειδοποιήσουμε, να προειδοποιήσομε |
να προειδοποιηθώ |
να προειδοποιηθούμε |
| να προειδοποιήσεις |
να προειδοποιήσετε |
να προειδοποιηθείς |
να προειδοποιηθείτε |
| να προειδοποιήσει |
να προειδοποιήσουν(ε) |
να προειδοποιηθεί |
να προειδοποιηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω προειδοποιήσει
να έχω προειδοποιημένο |
να έχουμε προειδοποιήσει
να έχουμε προειδοποιημένο |
να έχω προειδοποιηθεί
να είμαι προειδοποιημένος, -η |
να έχουμε προειδοποιηθεί
να είμαστε προειδοποιημένοι, -ες |
να έχεις προειδοποιήσει
να έχεις προειδοποιημένο |
να έχετε προειδοποιήσει
να έχετε προειδοποιημένο |
να έχεις προειδοποιηθεί
να είσαι προειδοποιημένος, -η |
να έχετε προειδοποιηθεί
να είστε προειδοποιημένοι, -ες |
να έχει προειδοποιήσει
να έχει προειδοποιημένο |
να έχουν προειδοποιήσει
να έχουν προειδοποιημένο |
να έχει προειδοποιηθεί
να είναι προειδοποιημένος, -η, -ο |
να έχουν προειδοποιηθεί
να είναι προειδοποιημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
προειδοποιείτε |
|
προειδοποιείστε |
| Aorist |
προειδοποίησε |
προειδοποιήστε, προειδοποιήσετε |
προειδοποιήσου |
προειδοποιηθείτε |
Part iciple |
Pres |
προειδοποιώντας |
|
| Perf |
έχοντας προειδοποιήσει, έχοντας προειδοποιημένο |
προειδοποιημένος, -η, -ο |
προειδοποιημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
προειδοποιήσει |
προειδοποιηθεί |