ΠΛΕΚΩ
I knit
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πλέκω πλέκουμε, πλέκομε πλέκομαι πλεκόμαστε
πλέκεις πλέκετε πλέκεσαι πλέκεστε, πλεκόσαστε
πλέκει πλέκουν(ε) πλέκεται πλέκονται
Imper
fect
έπλεκα πλέκαμε πλεκόμουν(α) πλεκόμαστε, πλεκόμασταν
έπλεκες πλέκατε πλεκόσουν(α) πλεκόσαστε, πλεκόσασταν
έπλεκε έπλεκαν, πλέκαν(ε) πλεκόταν(ε) πλέκονταν, πλεκόντανε, πλεκόντουσαν
Aorist έπλεξα πλέξαμε πλέχτηκα πλεχτήκαμε
έπλεξες πλέξατε πλέχτηκες πλεχτήκατε
έπλεξε έπλεξαν, πλέξαν(ε) πλέχτηκε πλέχτηκαν, πλεχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω πλέξει
έχω πλεγμένο
έχουμε πλέξει
έχουμε πλεγμένο
έχω πλεχτεί
είμαι πλεγμένος, -η
έχουμε πλεχτεί
είμαστε πλεγμένοι, -ες
έχεις πλέξει
έχεις πλεγμένο
έχετε πλέξει
έχετε πλεγμένο
έχεις πλεχτεί
είσαι πλεγμένος, -η
έχετε πλεχτεί
είστε πλεγμένοι, -ες
έχει πλέξει
έχει πλεγμένο
έχουν πλέξει
έχουν πλεγμένο
έχει πλεχτεί
είναι πλεγμένος, -η, -ο
έχουν πλεχτεί
είναι πλεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πλέξει
είχα πλεγμένο
είχαμε πλέξει
είχαμε πλεγμένο
είχα πλεχτεί
ήμουν πλεγμένος, -η
είχαμε πλεχτεί
ήμαστε πλεγμένοι, -ες
είχες πλέξει
είχες πλεγμένο
είχατε πλέξει
είχατε πλεγμένο
είχες πλεχτεί
ήσουν πλεγμένος, -η
είχατε πλεχτεί
ήσαστε πλεγμένοι, -ες
είχε πλέξει
είχε πλεγμένο
είχαν πλέξει
είχαν πλεγμένο
είχε πλεχτεί
ήταν πλεγμένος, -η, -ο
είχαν πλεχτεί
ήταν πλεγμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πλέκω θα πλέκουμε, θα πλέκομε θα πλέκομαι θα πλεκόμαστε
θα πλέκεις θα πλέκετε θα πλέκεσαι θα πλέκεστε, θα πλεκόσαστε
θα πλέκει θα πλέκουν(ε) θα πλέκεται θα πλέκονται
Simp
Fut
θα πλέξω θα πλέξουμε, θα πλέξομε θα πλεχτώ θα πλεχτούμε
θα πλέξεις θα πλέξετε θα πλεχτείς θα πλεχτείτε
θα πλέξει θα πλέξουν(ε) θα πλεχτεί θα πλεχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πλέξει
θα έχω πλεγμένο
θα έχουμε πλέξει
θα έχουμε πλεγμένο
θα έχω πλεχτεί
θα είμαι πλεγμένος, -η
θα έχουμε πλεχτεί
θα είμαστε πλεγμένοι, -ες
θα έχεις πλέξει
θα έχεις πλεγμένο
θα έχετε πλέξει
θα έχετε πλεγμένο
θα έχεις πλεχτεί
θα είσαι πλεγμένος, -η
θα έχετε πλεχτεί
θα είστε πλεγμένοι, -ες
θα έχει πλέξει
θα έχει πλεγμένο
θα έχουν πλέξει
θα έχουν πλεγμένο
θα έχει πλεχτεί
θα είναι πλεγμένος, -η, -ο
θα έχουν πλεχτεί
θα είναι πλεγμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πλέκω να πλέκουμε, να πλέκομε να πλέκομαι να πλεκόμαστε
να πλέκεις να πλέκετε να πλέκεσαι να πλέκεστε, να πλεκόσαστε
να πλέκει να πλέκουν(ε) να πλέκεται να πλέκονται
Aorist να πλέξω να πλέξουμε, να πλέξομε να πλεχτώ να πλεχτούμε
να πλέξεις να πλέξετε να πλεχτείς να πλεχτείτε
να πλέξει να πλέξουν(ε) να πλεχτεί να πλεχτούν(ε)
Perf να έχω πλέξει
να έχω πλεγμένο
να έχουμε πλέξει
να έχουμε πλεγμένο
να έχω πλεχτεί
να είμαι πλεγμένος, -η
να έχουμε πλεχτεί
να είμαστε πλεγμένοι, -ες
να έχεις πλέξει
να έχεις πλεγμένο
να έχετε πλέξει
να έχετε πλεγμένο
να έχεις πλεχτεί
να είσαι πλεγμένος, -η
να έχετε πλεχτεί
να είστε πλεγμένοι, -ες
να έχει πλέξει
να έχει πλεγμένο
να έχουν πλέξει
να έχουν πλεγμένο
να έχει πλεχτεί
να είναι πλεγμένος, -η, -ο
να έχουν πλεχτεί
να είναι πλεγμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πλέκε πλέκετε πλέκεστε
Aorist πλέξε πλέξτε, πλέχτε πλέξου πλεχτείτε
Part
iciple
Pres πλέκοντας
Perf έχοντας πλέξει, έχοντας πλεγμένο πλεγμένος, -η, -ο πλεγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πλέξει πλεχτεί