ΠΗΔΩ
I jump
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πηδάω, πηδώ πηδάμε, πηδούμε
πηδάς πηδάτε
πηδάει, πηδά πηδάν(ε), πηδούν(ε)
Imper
fect
πηδούσα, πήδαγα πηδούσαμε, πηδάγαμε
πηδούσες, πήδαγες πηδούσατε, πηδάγατε
πηδούσε, πήδαγε πηδούσαν(ε), πήδαγαν, πηδάγανε
Aorist πήδησα πηδήσαμε
πήδησες πηδήσατε
πήδησε πήδησαν, πηδήσαν(ε)
Perf
ect
έχω πηδήσει έχουμε πηδήσει
έχεις πηδήσει έχετε πηδήσει
έχει πηδήσει έχουν πηδήσει
Plu
perf
ect
είχα πηδήσει είχαμε πηδήσει
είχες πηδήσει είχατε πηδήσει
είχε πηδήσει είχαν πηδήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πηδάω, θα πηδώ θα πηδάμε, θα πηδούμε
θα πηδάς θα πηδάτε
θα πηδάει, θα πηδά θα πηδάν(ε), θα πηδούν(ε)
Simp
Fut
θα πηδήσω θα πηδήσουμε, θα πηδήσομε
θα πηδήσεις θα πηδήσετε
θα πηδήσει θα πηδήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πηδήσει θα έχουμε πηδήσει
θα έχεις πηδήσει θα έχετε πηδήσει
θα έχει πηδήσει θα έχουν πηδήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πηδάω, να πηδώ να πηδάμε, να πηδούμε
να πηδάς να πηδάτε
να πηδάει, να πηδά να πηδάν(ε), να πηδούν(ε)
Aorist να πηδήσω να πηδήσουμε, να πηδήσομε
να πηδήσεις να πηδήσετε
να πηδήσει να πηδήσουν(ε)
Perf να έχω πηδήσει να έχουμε πηδήσει
να έχεις πηδήσει να έχετε πηδήσει
να έχει πηδήσει να έχουν πηδήσει
Imper
ative
Pres πήδα, πήδαγε πηδάτε
Aorist πήδησε, πήδα πηδήστε
Part
iciple
Pres πηδώντας
Perf έχοντας πηδήσει
Infin Aorist πηδήσει